Ατενίζοντας την άβυσσο

chernobyl-cover

[Ένα κείμενο για την καταστροφή στη Φουκουσίμα, προσαρμοσμένο από ένα κείμενο για την καταστροφή στο Τσέρνομπιλ που είχαμε ανεβάσει εδώ πριν από 5 χρόνια. Με αφορμή την μακάβρια επέτειο του δεύτερου, το αναδημοσιεύουμε. Από την μια καταστροφή στην άλλη,  δεν έχουν αλλάξει και πολλά. Ούτε όμως και η κατακλείδα του κειμένου. Εξακολουθούμε λοιπόν να “προτάσσουμε την θέληση να αρνηθούμε τον περιορισμό της ιστορίας σε μια απλή αναπαραγωγή του παρελθόντος, και τον περιορισμό του μέλλοντος σε μια απλή διαχείριση των ερείπιων του παρόντος.”]

Από όποια πλευρά και αν το εξετάσει κανείς, είναι σαφές πως η σημερινή οργάνωση της κοινωνίας δεν μπορεί πια να συντηρήσει την ζωή. Είναι κοινώς αποδεκτό πως όλες οι βασικές ανάγκες, είτε μιλάμε για των ζωή των δέντρων είτε για την ζωή των ανθρώπων, ξεπερνάνε τις δυνατότητες και τον προσανατολισμό του οικονομικού συστήματος. Ένα είδος ζωής που στο παρελθόν θα έμοιαζε απλό, ακόμα και ασκητικό, είναι σήμερα μια αδιανόητη πολυτέλεια, εφόσον ζούμε σε ένα κόσμο όπου το να αναπνέεις καθαρό αέρα και να απολαμβάνεις ηρεμία και ησυχία είναι πρακτικά αδύνατο οπουδήποτε.

Μετά την πρόσφατη καταστροφή στην Ιαπωνία, και πιο συγκεκριμένα, με τις εξελίξεις που αφορούν στην επανεμφάνιση του πυρηνικού κινδύνου, η νέα θεοδικία της τεχνολογικής προόδου εμφανίζεται με το σχήμα μιας σκοτεινής θνησιμότητας, μια διάχυση ενός ύπουλου και αναπόφευκτου κακού που μπορεί να εξορκιστεί μονάχα από τα ξόρκια μιας κάστας ειδικών.

Ένας τέτοιος ειδικός, που ανήκε και στους πρώτους ατομικούς επιστήμονες, είχε δηλώσει: «Η ενέργεια η οποία προκύπτει από την πυρηνική διάσπαση είναι σε τελική ανάλυση ασυμβίβαστη με το ανθρώπινο γένος.» Όλα δείχνουν όμως ότι η εξουσία επέλεξε την ανάπτυξη της πυρηνικής ενέργειας για αυτόν ακριβώς το λόγο, ως κομμάτι του πολέμου τους ενάντια στην ζωή και την ιστορία.

***

Στην Ιαπωνία, η ιδεολογία της προόδου έχει φτάσει σε σημείο αποσύνθεσης. Άνθρωποι με περισσότερες γνώσεις από εμάς θα ερμηνεύσουν, προφανώς, τις ακριβείς τεχνικές αιτίες πίσω από αυτή την καταστροφή. Στον βαθμό που μας αφορά, οι εκρήξεις στους πυρηνικούς αντιδραστήρες στην Fukushima μας λένε ό,τι χρειάζεται να γνωρίζουμε για το τι συνέβη, και μας επιτρέπουν να εντάξουμε αυτό το γεγονός στην σωστή του ιστορική διάσταση χωρίς δυσκολία. Το γεγονός ότι συνέβη σε μια χώρα όπου η ιδεολογία της προόδου είναι πιο ανεξέλεγκτη από την πρόοδο την ίδια, δεν μπορεί να αποκρύψει την καθολική σημασία του ζητήματος: εδώ βρίσκεται σε κοινή θέα για όλο τον κόσμο, φωτισμένο με τρομακτική ευκρίνεια, ότι έχει παραμείνει από τον «διαφωτισμό». Το αστραφτερό περιτύλιγμα έχει χαθεί και έχει απομείνει το απόλυτο σκοτάδι. Εδώ, αποσταγμένο, βρίσκεται το τελικό προϊόν ενός συγκεκριμένου τρόπου παραγωγής, η πρακτική μορφή μιας νεκρικής αλήθειας: η αλήθεια πως δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να υποφέρουμε μια τέτοια αφύσικη καταστροφή χωρίς καν να την καταλαβαίνουμε, ακριβώς όπως και οι προϋποθέσεις της δημιουργήθηκαν πάνω στην άγνοια. Και πάνω από όλα, πως πρέπει να αποδεχτούμε την απόλυτη ανικανότητα μας να αποκομίσουμε οποιοδήποτε χρήσιμο μάθημα.

***

Ο βομβαρδισμός ανορθολογισμού που ακολούθησε την καταστροφή στην Ιαπωνία ταιριάζει γάντι με την μοντέρνα κοινωνία. Μετά την 3η έκρηξη στον αντιδραστήρα του Fukushima, και περιμένοντας την 4η, οι ειδικοί της εξουσίας στην Ιαπωνία, οι οποίοι αρχικά δεν έλεγαν απολύτως τίποτα, προσπάθησαν εν τέλει να καθησυχάσουν τους υπηκόους τους λέγοντας ότι να’ ναι. Συνέστησαν λοιπόν στους κατοίκους που βρίσκονται σε ακτίνα έως και 30 χιλιόμετρα από το εργοστάσιο μια πολύ καθησυχαστική πρόταση προστασίας από την ραδιενέργεια, που έχει ξεπεράσει κατά 400 φορές τα επίπεδα έκθεσης που μπορούν με «ασφάλεια» να αντέξουν οι άνθρωποι: να μείνουν κλεισμένοι σπίτια τους, να κλείσουν τον εξαερισμό και να κάνουν ένα καλό ντους μόλις μπουν στο σπίτι. Στην πόλη Sendai, που βρίσκεται 100 χιλιόμετρα βόρεια, οι αρχές ήταν ακόμα πιο αυστηρές: συνέστησαν στους κατοίκους «να αποφεύγουν την βροχή».

Μετά την καταστροφή, έρχεται η ενημέρωση. Πόσες μονάδες ραδιενέργειας, πόσα Msv/h, πόση βροχή και αέρας. Ανησυχώντας για την δυσκολία των υπηκόων να υπολογίσουν τις πιθανότητες επιβίωσης τους με τόσους διαφορετικούς τρόπους μέτρησης, ο γραμματέας της κυβέρνησης Sedano τους έκανε την χάρη και ξεκαθάρισε ότι οι καταμετρήσεις από τις διαρροές της ραδιενέργειας γίνονται πλέον σε milli-Sievert και όχι σε micro-Sievert, χωρίς να προσθέσει βέβαια ότι αυτή η μετατόπιση στην μονάδα μέτρησης ήδη αφορά επίπεδα επικίνδυνα για την ανθρώπινη υγεία. Τυποποιώντας τον ορισμό του επιπέδου εκείνου στο οποίο η ραδιενέργεια αρχίζει να αποτελεί απειλή, ανέβασαν τον πήχυ και γλίτωσαν τον κόσμο από ατελείωτες πράξεις και υπολογισμούς. Έτσι λοιπόν, πείθουν ότι τα (μέχρι προσφάτως ανύπαρκτα) επίπεδα ραδιενέργειας είναι ακόμα πολύ χαμηλά και παραμένουν «ασήμαντα». Ένα ντουσάκι και καθάρισες (1).

Αυτό το συνεχές ανέβασμα του πήχυ της επικινδυνότητας πάει πακέτο με το επίπεδο συστηματικής παραφροσύνης. Ενώ την δεύτερη μέρα παρατηρήθηκαν εκπομπές ραδιενέργειας με τιμές κοντά στα 400 mSv, και αυτές κρίθηκαν απειλητικές καθώς ήταν οι μεγαλύτερες μέχρι στιγμής, στις 16 Μαρτίου ο υπεύθυνος προπαγάνδας της κυβέρνησης δήλωσε περιχαρής πως τα επίπεδα σήμερα είχαν πέσει στα 800 με 600 mSv, σε αντίθεση με την προηγούμενη μέρα που ήταν αισίως στα 1000. Το μέτρο μιας ημέρας αντικαθίσταται την επόμενη, και αυτό που κρίνεται επικίνδυνο την μια, περιφρονείται (όπως και το κοινό που παρακολουθεί) ως ασήμαντο την επομένη (2).

Αν δεν μας υπενθυμίζουν πολύ συχνά αυταπόδεικτες αλήθειες που μπορούν να γίνουν κατανοητές και χωρίς την χρήση ειδικών μηχανημάτων, αυτό μάλλον συμβαίνει επειδή (όπως λέει και ο Custine): «Η ανθρωπότητα είναι αρκετά πρόθυμη να επιτρέπει να την περιφρονούν και να την κοροϊδεύουν, αλλά δεν είναι καθόλου πρόθυμη να της λένε ξεκάθαρα ότι την περιφρονούν και την κοροϊδεύουν. Βιασμένη στην πραγματικότητα, βρίσκει καταφύγιο στις απλές λέξεις» (Η Ρωσία το 1839). Οι περισσότεροι έχουν καταλάβει σίγουρα ότι τους περιφρονούν και τους κοροϊδεύουν. Αλλά αναζητούν την «ενημέρωση», αναζητούν καταφύγιο στις «απλές λέξεις», ψάχνουν με αγωνία τις λέξεις αυτές που θα συντηρήσουν αυτό που τα γεγονότα έχουν πια καταστρέψει.

***

Οι απανωτές εκρήξεις στην Ιαπωνία ανάγκασαν κάποιες Ευρωπαϊκές χώρες με πυρηνικά να αρχίσουν να «συζητάνε» τις ενδεχόμενες παρατάσεις ζωής των δικών τους εργοστασίων, ενώ άλλες διαπραγματεύονται το κατά πόσο πρέπει να επιτρέψουν την εκκίνηση πυρηνικών προγραμμάτων. Πιο κυνική λόγω του ρόλου της στην παγκόσμια οικονομία, η Κίνα δήλωσε πως θα είναι «προσεκτική» στην κατάστρωση των σχεδίων για τριπλασιασμό των πυρηνικών της αντιδραστήρων, αλλά δεν θα επιτρέψει στις «δυσκολίες (sic) της Ιαπωνίας να αποσυντονίσουν το πυρηνικό πρόγραμμα του κράτους.» (Greenpeace blog, 15.3.2011) Όπως έγραψε και ο Brahma Chellaney, ένας καθηγητής στρατηγικών μελετών στο Νέο Δελχί:

«Είναι πολύ πιθανό η Fukushima να πλήξει την γοητεία της πυρηνικής ενέργειας με τον ίδιο τρόπο που έπληξε την αξιοπιστία της πυρηνικής βιομηχανίας το ατύχημα στο Three Mile Island της Πενσιλβανίας το 1979, και βέβαια το πολύ σοβαρότερο δυστύχημα στο Chernobyl το 1986. Αυτό είναι το ηθικό δίδαγμα της νέας καταστροφής. Αν κρίνουμε όμως από την Ιστορία, είναι βέβαιο πως οι υποστηρικτές της πυρηνικής ενέργειας κάποια στιγμή θα επιστρέψουν.» (Το Βήμα, 16 Μαρτίου 2011).

Σε μια συνάντηση στο Τόκιο λίγες μέρες μετά την καταστροφή στο Chernobyl, μια ομάδα αρχηγών δυτικών κρατών είχε ανακοινώσει πως «η πυρηνική ενέργεια είναι, και θα είναι πάντα, εάν υπάρχει σωστή διαχείριση, μια πηγή ενέργειας που θα χρησιμοποιείται ολοένα και περισσότερο» (Le Monde Diplomatique, Ιούνιος 1986). Την ίδια χρονιά, ο Hans Blix (3), πρόεδρος τότε της International Atomic Energy Agency, ανέβασε τον πήχυ ακόμα παραπάνω εκφράζοντας την απόλυτη εμπιστοσύνη του στα αποτελέσματα του blitzkrieg της πυρηνικής ενέργειας: «Στο μυαλό μου, η ατομική ενέργεια έχει φτάσει σε ένα σημείο χωρίς επιστροφή. Είναι απλά μια πραγματικότητα με την οποία πρέπει να μάθουμε να ζούμε» (Le Figaro, 3 Ιουνίου 1986). Δυστυχώς δεν έχει φτάσει ακόμα η μέρα που παράφρονες σαν τον Blix και την παρέα του θα είναι τόσο καθολικά μισητοί όσο ήταν και ένας αριστοκράτης πριν από την Γαλλική Επανάσταση. Και όσο αργεί αυτή η μέρα, τόσο τέτοια καθάρματα θα συνεχίζουν να καλλωπίζουν την θανατηφόρα ανάσα του Λεβιάθαν τους. Όταν κλήθηκε πριν λίγες μέρες, από μια δημοσιογράφο του Bloomberg, να απαντήσει στο κατά πόσο η καταστροφή στην Ιαπωνία επιβάλλει μια συνολική επανεξέταση του ζητήματος της πυρηνικής ενέργειας, ο Blix απέδωσε τις κριτικές στις υπερβολές του αντί-πυρηνικού λόμπι, και υπενθύμισε τα οφέλη που έχει αποκομίσει από την πυρηνική ενέργεια μια χώρα φτωχή σε ενεργειακές πηγές όπως η Ιαπωνία. Τέλος, επανέλαβε την γνωστή ανοησία πως η πυρηνική ενέργεια είναι προτιμότερη καθώς δεν εκπέμπει CO2, και έκλεισε το παραλήρημα του με την ατάκα: «Χρειαζόμαστε όλες τις μορφές ενέργειας, και η πυρηνική είναι αναμφισβήτητα μια από αυτές.» H δεσποτική του μοιρολατρία δεν συνοδευόταν καν από καθησυχαστικές δηλώσεις ότι τάχα μου ουσιαστικές διαφορές στους αντιδραστήρες της Δύσης δεν αφήνουν περιθώρια για ατυχήματα όπως αυτό της Ιαπωνίας.

Η παρουσίαση των ωφέλιμων παράγωγων της πυρηνικής ενέργειας, ειδικά όταν ξεστομίζονται την στιγμή που ξεδιπλώνεται μια μεγάλη καταστροφή, δείχνουν τον βαθμό αποικιοποίησης της λογικής από την αφηρημένη λογική του εμπορεύματος. Με βάση αυτήν, ο γελοίος ευφημισμός του να μάθουμε «να ζούμε με την πυρηνική ενέργεια» δεν είναι παρά μια ιδεολογική πιρουέτα για την μεγιστοποίηση του κέρδους που προκύπτει από αυτήν αλλά και από τα ατυχήματα της. Ακόμα και αν ζούμε σε ένα κόσμο όπου κάθε στερεότητα και μονιμότητα μπορεί ανά πάσα στιγμή να εξαεριστεί στην ατμόσφαιρα, για να διαλυθεί μέσα σε ένα ραδιενεργό σύννεφο, αυτό δεν σημαίνει πως η τοξικότητα αυτή δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο οικονομικής εκμετάλλευσης.

Τέτοιου είδους προπαγάνδα μεταμφιεσμένη σε πληροφόρηση, αναγκαστικά συνοδεύεται από ατελείωτες στατιστικές, αριθμούς που κανείς δεν μπορεί να επιβεβαιώσει και μια σωρεία ακατανόητων ακρωνύμιων που αντιπροσωπεύουν άγνωστα μέχρι στιγμής αλλά προφανώς «αξιόπιστα» ινστιτούτα ερευνών. Όπως και να έχει, τα νούμερα και οι αριθμοί δεν είναι κάτι στο οποίο πιστεύεις. Ή είναι αληθινά, ή δεν είναι. Αυτό που προσφέρουν σήμερα είναι η αναγκαιότητα να παραδοθείς στην αδυναμία σου να καταλάβεις τι συμβαίνει. Στην μονόπλευρη ενημέρωση των ειδικών της τεχνολογίας, οι αριθμοί είναι μια ωμή αντικατάσταση κάθε προσφυγής στην λογική. Η συνεχής προβολή τους εξυπηρετεί και τον σκοπό του να πείσει τον θεατή ότι αυτό που εκείνος δεν καταλαβαίνει, γίνεται απολύτως κατανοητό από εκείνους που νιώθουν μέσα στους αριθμούς και τις στατιστικές όπως τα ψάρια στην θάλασσα –μια θάλασσα που έχει θερμανθεί, βέβαια, από τις πυρηνικές διαρροές.

Οι ίδιες οι δυνάμεις που έχουν ξεφύγει από τον έλεγχο μας, εμφανίζονται μπροστά μας με όλη τους την καταστροφική δύναμη, ενώ τα φερέφωνα προσπαθούν να μας πείσουν ότι μπορούν εύκολα να τις ελέγξουν. Την ίδια στιγμή, η συνεχής επίκληση των στατιστικών που είναι σχεδιασμένη έτσι ώστε να επιβεβαιώνει την ικανότητα των ειδικών, εμφανίζει και ένα αντίστροφο αποτέλεσμα: εφόσον δεν μπορεί να κρυφτεί ότι κάποιος κίνδυνος υπάρχει, οι στατιστικές που δεν μπορούν να δώσουν μια ξεκάθαρη εικόνα του τι πρέπει να φοβόμαστε, σπρώχνουν τους πάντες στο να φοβούνται το χειρότερο πιθανό σενάριο. Αυτό το πισωγύρισμα διαρρηγνύει την εμπιστοσύνη του κόσμου στους ειδικούς, και αν οι τελευταίοι μοιάζουν τόσο πρόθυμοι να εξηγήσουν τα ανεξήγητα, αυτό γίνεται επειδή καταλαβαίνουν ότι η άγνοια αρχίζει να μετατρέπεται σε υποψία.

Αν η πυρηνική ενέργεια αποτελεί τον καρδιά ενός άκαρδου κόσμου, οι απόπειρες να αποκατασταθεί η ζημιά που έχει υποστεί η κυρίαρχη πυρηνική ιδεολογία, αγγίζουν όλο το φάσμα των εκπροσώπων της σημερινής ταξικής εξουσίας. Το BBC, καλύπτοντας την καταστροφή με ζήλο, αναμεταδίδει τις ίδιες εκκωφαντικές ανοησίες.  Αναμασώντας τα χαμηλά και ασήμαντα επίπεδα ραδιενέργειας, επαναλαμβάνει την «ορθότητα» του εγκλεισμού στο σπίτι σαν μέτρο προστασίας (!), και πάει το θέμα παραπέρα. Δηλώνοντας πως ο φόβος του κοινού για την ραδιενέργεια είναι δυσανάλογος με τον πραγματικό κίνδυνο, χλευάζει υπογείως την αμορφωσιά του κοινού που παρασύρεται από ψυχολογικού τύπου υστερίες και επιμένει να αγνοεί την επιστημονική εξήγηση και εφησυχασμό (BBC Live Coverage, 16 Μαρτίου 2011). Αυτό που προβληματίζει δηλαδή όλους αυτούς τους φανατικούς δεν αφορά στην δημιουργία κάποιων φραγμών, όσο μικρών και αν είναι, στην φρικιαστική ύπαρξη των θανατηφόρων μηχανημάτων τους. Όχι. Το μόνο που τους απασχολεί είναι το γεγονός ότι τα θύματα τους έχουν το θράσος να εξεγείρονται ενάντια στην κατάσταση γενικευμένης άγνοιας που επιβάλλουν και να αμφισβητούν τις καθησυχαστικές διαταγές της κυβέρνησης. Αλλά δεν είναι τυχαίο αυτό. Μια τέτοιου είδους επιμονή από πλευράς κοινού μπορεί να υποβαθμίσει το κυριότερο προτέρημα που έχει η πυρηνική απέναντι σε άλλες πηγές ενέργειας. Η ραδιενέργεια παραμένει αναμφισβήτητα ανώτερη όσον αφορά στις παρενέργειες της σε σχέση με όλες τις άλλες τεχνολογίες, καθώς τα βασικά της αποτελέσματα γίνονται αισθητά πολύ μετά από τις ατυχείς περιστάσεις που την μετατρέπουν σε πρώτο θέμα στις τηλεοράσεις. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο η ραδιενέργεια είναι πολύ καλά προσαρμοσμένη στις ανάγκες του θεάματος: συζητάμε για αυτήν, την ξεχνάμε, μετά υποφέρουμε από τις παρενέργειες της, και πεθαίνουμε από αυτές μέσα στην σιωπή.

Στο ίδιο ρεπορτάζ του BBC ο δημοσιογράφος εξήρε τον στωικό πολιτισμό των Ιαπώνων που έχουν μάθει να υποφέρουν τα πάντα χωρίς διαμαρτυρία, ενώ δεν έχασε και την ευκαιρία να προβάλλει μια θετική πλευρά του φαινομένου: προβάλλοντας εικόνες μικρών παιδιών που παίζουν σε κάποιο πρόχειρο καταυλισμό, η φωνή της λογικής του  BBC ντύνει την εικόνα με μια περιγραφή πως, όπως και να έχει, για τα παιδιά όλο αυτό είναι μια μικρή περιπέτεια. Αυτό που πρέπει να παραμείνει κρυφό –η ουσιαστική πραγματικότητα του φαινομένου –μετατοπίζεται βολικά σε ένα υποθετικό μέλλον, χαμένο κάτω από αφηρημένες στατιστικές, δίπλα στους κινδύνους του τσιγάρου και των αυτοκινητιστικών.

Μερικές φορές βέβαια, αυτά που μαθαίνουμε για το παρελθόν φέρνουν αυτό το υποθετικό μέλλον λίγο πιο κοντά στο παρόν μας. Σε μια προσπάθεια να σχετικοποιήσουν την σημερινή καταστροφή, παραδείγματα του ραδιενεργού μας παρελθόντος έρχονται στην επιφάνεια, και δείχνουν πως το μοναδικό κοινό σημείο που έχουν μέχρι στιγμής όλες οι καταστροφές αφορά στον τρόπο που τις αντιμετωπίζει η εξουσία και οι εκπρόσωποι της. Μάθαμε λοιπόν τώρα πως το 2007, όταν ένας άλλος σεισμός (6.8 ρίχτερ) έπληξε πάλι την Ιαπωνία στην περιοχή Kashiwazaki, η αρχική καταγραφή μιλούσε για 9 νεκρούς και κάτι εκατοντάδες τραυματίες. Αμέσως μετά, ξεγλίστρησε η πληροφορία πως στην περιοχή εκείνη βρισκόταν το μεγαλύτερο πυρηνικό εργοστάσιο του κόσμου. Και ενώ μια μικρή πυρκαγιά στην αρχή αντιμετωπίστηκε με ψυχραιμία («No harm», δήλωσε ο εκπρόσωπος της Tepco), σύντομα το κοινό πληροφορήθηκε για μια «μικρή» διαρροή ραδιενεργού νερού –περίπου 6 λίτρα. Την επομένη, βγήκε στην επιφάνεια πως στην πραγματικότητα η διαρροή ήταν «κάπως μεγαλύτερη». Για την ακρίβεια, 243 φορές μεγαλύτερη! Και το νερό ήταν 50 φορές πιο ραδιενεργό από ότι είχε αρχικά ειπωθεί. Μέρα με την μέρα, φτάσαμε στο τελικό συμπέρασμα πως το εργοστάσιο ήταν κτισμένο πάνω σε ρήγμα, αναιρώντας την επίσημη αναφορά στο site της Tepco πως η απαραίτητη μελέτη που γίνεται πριν από το χτίσιμο κάθε πυρηνικού εργοστασίου, είχε καταλήξει στο συμπέρασμα πως «δεν υπάρχει κανένα ρήγμα κάτω από το εργοστάσιο.»

Στο ίδιο site, η Tepco μας πληροφορεί πως τα μέτρα ασφαλείας που χρησιμοποιεί έχουν σχεδιαστεί με βάση τα πιο απίθανα σενάρια ατυχημάτων. Είναι σίγουρα καθησυχαστικό το γεγονός ότι λαμβάνουν υπόψιν τους το απίθανο. Δυστυχώς βέβαια, δεν φαίνεται να δίνουν τόση σημασία στο πιθανό. Και παρόλο που μας ενημερώνουν πως έχουν πάρει μέτρα ακόμα και για την «εξαιρετικά αδιανόητη περίπτωση κάποιου ατυχήματος», μέσα από την διαρκή εκπαίδευση των τεχνικών και τις συνεχείς προσομοιώσεις, δεν χρειάζεται να είναι κανείς ιδιοφυϊα για να καταλάβει πως υπάρχει πάντα μια «αδιανόητη περίπτωση» η οποία δεν περιλαμβάνεται ποτέ σε αυτές τις προσομοιώσεις: η επόμενη

Ένα σύστημα το οποίο μπορεί να δικαιολογήσει την συνεχιζόμενη ύπαρξη του από το γεγονός ότι προσφέρει προστασία από καταστροφές που το ίδιο παράγει, σίγουρα έχει κλέψει κάποιες σελίδες από τον Όργουελ, όσον αφορά στη συνταγή του κοινωνικού ελέγχου. Οι υποστηρικτές της πυρηνικής ενέργειας, των οποίων καθήκον είναι να ορίσουν την άρνηση της ιστορίας με ρεαλιστικούς τεχνικούς όρους, πιστεύουν πως έχουν βρει τα πιο κατάλληλα όπλα για να διασφαλίσουν την υποταγή στον διαρκή εκβιασμό των μέτρων ασφαλείας τους.

***

Η πυρηνική παράνοια αντιπροσωπεύει το «μεγαλύτερο αποδεκτό επίπεδο» της ταξικής εξουσίας: ως τέτοια, είναι μια παθολογική εξέλιξη η οποία μπορεί σε ένα πρώτο επίπεδο να φαινόταν λογική και ανεκτή από εκείνους που δεν έβρισκαν τίποτα το ιδιαίτερα σοκαριστικό στην «κανονικότητα» αυτής της εξουσίας. Τελικά όμως, ακόμα και αυτή η κανονικότητα είναι μια έννοια που ξεχνιέται, κάνοντας την αποδοχή των μεταλλάξεων τόσο πιο εύκολη. Η παράνοια της πυρηνικής ενέργειας έχει αν μη τι άλλο προσφέρει μια δίοδο έκφρασης στην αυτό-καταστροφικότητα του κόσμου.

Ποτέ ξανά δεν ήταν τόσο ακριβές το να παρομοιάσουμε την κοινωνία μας με αυτούς τους ήρωες στα καρτούν που τρέχουν παρασυρμένοι από ένα άγριο κυνηγητό, καταλήγοντας στο απόλυτο κενό ενός γκρεμού, αλλά δεν πέφτουν παρά μονάχα όταν κάνουν το λάθος και κοιτάξουν κάτω. Με τον ίδιο τρόπο, η κοινωνία μας τρέχει μπροστά, αγνοώντας παντελώς το γεγονός ότι η μηχανική της ύπαρξη εξαρτάται σε απόλυτο βαθμό από την τρομακτική δύναμη της ψευδαίσθησης.

Η καταστροφή στην Ιαπωνία όμως, ίσως είναι τελικά και μια ευκαιρία να ξανά-ειπωθεί το παλιό εκείνο μάθημα, ότι δηλαδή η ύπαρξη αλήθειας στην κοινωνία δεν είναι αποτέλεσμα θεωρητικής διαμάχης, ούτε και προκύπτει από κάποια αντικειμενική γνώση του υπάρχοντος, αλλά πρέπει να κερδηθεί στο κοινωνικό πεδίο μάχης της ύπαρξης της ίδιας. Καμία εξειδικευμένη γνώση –είτε των επιστημόνων είτε άλλων –δεν μπορεί να απελευθερωθεί από την υλική βάση μιας διαστρεβλωμένης αλήθειας, εάν δεν συνδεθεί με ένα κοινωνικό κίνημα που αμφισβητεί αποτελεσματικά την βάση αυτή.

Η ριζοσπαστική κριτική απορρίπτεται εδώ και χρόνια, στο όνομα του ρεαλισμού και της τυραννίας του εφικτού, ως εξτρεμιστική και ασύμβατη με την ανθρώπινη φύση. Είναι αστείο το πως ο ίδιος αυτός ο ρεαλισμός και το βασίλειο του εφικτού έχει οδηγήσει σε εξτρεμισμούς πολύ πιο τρομοκρατικούς στην ανευθυνότητα τους από ότι όλες οι επαναστατικές υπερβολές μιας ριζοσπαστικής κριτικής που δεν αποδέχεται συμβιβασμούς. Τι θα μπορούσαν να υποστηρίξουν ότι έχουν απελευθερώσει τα τελευταία χρόνια οι ειδικοί της εξουσίας, πέρα από κάποια επαγγέλματα; Τι έχουν καταφέρει να σώσουν όλοι αυτοί οι τσαρλατάνοι της γερασμένης πολιτικής; Παρόλο που διατυμπάνιζαν πως η εγγυημένη επιβίωση είναι ένα υπεραρκετό αίτημα, η αποτυχία τους και σε αυτό το επίπεδο παίρνει σάρκα και οστά στην Ιαπωνία όπως και αλλού.

Ο κόσμος εμπεριέχει δύο μορφές σοβαρότητας: την σοβαρότητα των εξτρεμιστών της κυριαρχίας, τόσο προφανής όσο και τα μέσα που έχουν στην διάθεση τους· και την δική μας, η ύπαρξη της οποίας επιβεβαιώνεται, με παράδοξο τρόπο, από το εύρος των μέσων αυτών που χρησιμοποιούν εναντίον μας. Από την μια πλευρά λοιπόν παρατηρούμε την θέληση να διατηρηθεί η υπάρχουσα κοινωνία με κάθε μέσο. Και από την άλλη, αντιμέτωποι με καταστάσεις που αποδεικνύουν μέρα με την μέρα πως δεν υπάρχει κάτι τόσο κακό ώστε να μην γίνεται χειρότερο, προτάσσουμε την θέληση να αρνηθούμε τον περιορισμό της ιστορίας σε μια απλή αναπαραγωγή του παρελθόντος, και τον περιορισμό του μέλλοντος σε μια απλή διαχείριση των ερείπιων του παρόντος.

 

 

Σημειώσεις

(1) Όταν φτάνει η στιγμή της ποσοτικής περιγραφής των επιπέδων ραδιενέργειας, οι επιπτώσεις της διαχέονται στον χρόνο. Όπως και το παράδοξο του Αχιλλέα και της χελώνας, η συνολική συσσωρευτική διαδικασία αγνοείται προς όφελος της συγκεκριμένης στιγμής που εξετάζεται. Έτσι, η επικινδυνότητα της ραδιενέργειας εξουδετερώνεται με τον ίδιο τρόπο που χάνει την αξία του κάθε εμπρόσθιο βήμα του Αχιλλέα. Μια καλή και ουσιώδης απάντηση σε τέτοιου είδους σοφιστείες είχε δοθεί από κάτι Κορσικανούς την στιγμή της άφιξης του ραδιενεργού νέφους του Chernobyl: «Ας πλακώσουμε στο ξύλο έναν από όλους αυτούς τους ειδικούς για μια ακριβώς ώρα. Αν παραπονεθεί, ας του εξηγήσουμε πως εφόσον ένα έτος έχει 8.760 ώρες, μπορεί να ξεδιπλώσει το ξύλο που έφαγε σε αυτές τις ώρες, και να μην νιώσει τελικά τίποτα.»

(2) Τον Μάη του 1986, μετά το ατύχημα του Chernobyl, ένας υπουργός της γαλλικής κυβέρνησης απαγόρεψε την πώληση σπανακιού με μεγάλη περιεκτικότητα Becquerel, προσθέτοντας άμεσα πως η επισήμανση αυτή ήταν κατά βάση διαιτητικού προσανατολισμού και όχι οτιδήποτε άλλο, εφόσον «θα έπρεπε κανείς να φάει 2 τόνους από αυτό το σπανάκι μέσα σε λίγες εβδομάδες ώστε να φτάσει σε σημείο πέρα από το οποίο θα έπρεπε να αναζητήσει ιατρική εξέταση». Πόσο τυχεροί πρέπει να ένιωσαν οι Γάλλοι που δεν έτρωγαν τόνους σπανάκι –γιατί μόνο σε αυτή την περίπτωση θα έπρεπε να ληφθεί υπόψιν το πόσο επικίνδυνη είναι η πυρηνική βιομηχανία!

(3) Ο ίδιος που πήγε να εξετάσει αν ισχύουν οι φήμες περί ύπαρξης όπλων μαζικής καταστροφής στο Ιράκ το 2002.

Μετανάστευση, πρόσφυγες και εργασία

lesbos-refugees-police

(κοινή μετάφραση από cognord/spn του κειμένου της γερμανικής ομάδας Wildcat, τεύχος ν. 99, χειμώνας 2015/2016, εδώ στα αγγλικά)

Το «καλοκαίρι της μετανάστευσης» τελείωσε. Ενώ πολυάριθμες πρωτοβουλίες εξακολουθούν να υποστηρίζουν τους «νέους πολίτες», οργανώνοντας καθημερινή στήριξη, φεστβάλ, μαθήματα γλώσσας και πολλά ακόμα, η πολιτική τάξη θέλει να αντιστρέψει αυτή την δυναμική: προσπαθούν να υψώσουν νέα σύνορα, να επιβάλλουν την επιδείνωση των κοινωνικών συνθηκών και να χρησιμοποιήσουν τους πρόσφυγες πολιτικά για να διαιρέσουν την εργατική τάξη – ως καταλύτη για μια εκ βάθους κοινωνική αναδιοργάνωση.

Μέσα στην αριστερά, οι απόψεις για την συγκεκριμένη εξέλιξη μπορούν να χωριστούν χοντρικά σε δύο κατηγορίες: κάποιοι αντιλαμβάνονται την εντυπωσιακή αυτο-οργάνωση των προσφύγων και το γκρέμισμα των συνόρων-φραχτών ως δείγμα της «αυτονομίας των μεταναστών». Άλλοι βλέπουν στις πολιτικές της Μέρκελ μονάχα μια λειτουργική προσέγγιση: η μετανάστευση είναι θετική για τα συμφέροντα του κεφαλαίου καθώς προσφέρει φτηνή, εξειδικευμένη εργατική δύναμη με ισχυρό κίνητρο καθώς και την επιπρόσθετη συνεισφορά στα ασφαλιστικά/συνταξιοδοτικά ταμεία.

Στην πραγματικότητα, αυτές οι δυο οπτικές συνδέονται. Μεταναστεύοντας προς τα βορειο-Ευρωπαϊκά κέντρα, πολλοί προσπαθούν να ξαναγίνουν ενεργά υποκείμενα. Το κεφάλαιο θέλει να εκμεταλλευτεί την κοινωνική τους ενέργεια για την αναδιάρθρωση της εργατικής αγοράς και για να πιέσουν τις τοπικές ταξικές σχέσεις. Επιπλέον, η μαζική μετανάστευση μπορεί να έχει αντίστοιχα αποτελέσματα με ένα πρόγραμμα οικονομικής ανάκαμψης, δημιουργώντας θέσεις εργασίας στα τηλεφωνικά κέντρα, στην εκπαίδευση, στην οικοδομή, στο κοινωνικό κράτος και στις υπηρεσίες ασφαλείας … καθώς επιπρόσθετα μειώνει τα κόστη αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης (η συντήρηση και εκπαίδευση ενός ανθρώπου κατά τις πρώτες δύο δεκαετίες της ζωής του κοστίζει γύρω στα 200,000 ευρώ –η Γερμανία είναι μια χώρα «ηλικιωμένων» και χρειάζεται επειγόντως νέους!)

Για να έχει αυτό το αντίκρυσμα, η προλεταριακή μετανάστευση πρέπει να ελέγχεται, κάτι το οποίο όσοι βρίσκονται σε θέσεις εξουσίας έχουν αποτύχει να κάνουν τα τελευταία χρόνια. Τα πιο πρόσφατα στάδια αυτής της απώλειας ελέγχου ήταν η κλιμάκωση της «κρίσης της μετανάστευσης» στην Ελλάδα στις αρχές του 2015, η καταστροφή των συνόρων-φραχτών στην Τουρκία στα μέσα του Ιουλίου του 2015 μετά τις μάχες γύρω από το Tal Abjad στην Συρία και, τέλος, η πορεία των μετανάστων από τον κεντρικό σταθμό της Βουδαπέστης προς τα σύνορα της Αυστρίας. Στις αρχές του Σεπτέμβρη πολλοί αφιχθέντες μετανάστες/τριες καλωσορίστηκαν με χειροκροτήματα στην Βιέννη, το Μόναχο και άλλες πόλεις. Πέρα από την πραγματική κρίση στα σύνορα, αυτή η αντίδραση του τοπικού πληθυσμού είναι το δεύτερο σκέλος της απώλειας ελέγχου του κράτους και θα ήταν αδιανόητη στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Τρίτον, η άρχουσα τάξη δεν έχει καμία στρατηγική για την «καταπολέμηση των πραγματικών αιτιών της μετανάστευσης». Μάλιστα, το αντίθετο είναι πιο κοντά στην αλήθεια: η ολοένα και πιο ωμή και καταστροφική καταστολή των αντιπολιτευόμενων κινημάτων σε ένα αυξανόμενο αριθμό περιοχών ανά τον κόσμο αυξάνει τον κοινωνικό ανταγωνισμό· η κρίση και οι πόλεμοι φέρνουν την κατάρρευση ολόκληρων περιοχών.

 Η απότομη στροφή της κυβέρνησης της Μέρκελ το καλοκαίρι ήταν ταυτόχρονα μια αναγνώριση αυτής της πραγματικότητας και μια απόπειρα να ανακτηθεί ο έλεγχος. Η ανακοίνωση μιας «κουλτούρας φιλοξενίας» είναι αναπόσπαστο κομάτι αυτής της απόπειρας. Μόνο μετατρέποντας την υπομονετική και μακροχρόνια δουλειά των πρωτοβουλιών υπέρ των μεταναστών σε δημόσιο θέαμα θα μπορούσε η πολιτική τάξη να αντιστρέψει τελικά την ουσία τους.

Στο παρακάτω κείμενο θέλουμε να επεξεργαστούμε την σχέση μεταξύ της μετανάστευσης προσφύγων και της μετανάστευσης της εργασίας προς την Γερμανία στο πλαίσιο της Ευρώπης. Αρχικά, ο διαχωρισμός ανάμεσα σε «πρόσφυγες» και σε «εργάτες/τριες-μετανάστες/τριες/τριες» ήταν καθαρά νομικός: οι Έλληνες εργάτες/τριες που αποδρούσαν από την στρατιωτική δικτατορία και ερχόντουσαν στην Γερμανία το 1967 χαρακτηρίζονταν ως «επισκέπτες-εργάτες/τριες» (gastarbeiter). Μετά την επίσημη απαγόρευση της πολιτικής στρατολόγησης (recruitment) το 1973, οι Τούρκοι εργάτες/τριες, που έφευγαν για να αποφύγουν την δικτατορία του 1980, έπρεπε να ζητήσουν άσυλο. Οι Σενεγαλέζοι/ες μετανάστες/τριες/τριες που ρίσκαραν τις ζωές τους καθώς διασχίζαν την Μεσόγειο ήταν παράνομοι/ες εργάτες/τριες γης στην Ισπανία και διεκδικητές/τριες ασύλου στην Γερμανία.

Στην Γερμανία, το ατομικό και συνταγματικό δικαίωμα ασύλου δεν έπαιζε σχεδόν κανέναν ρόλο πριν από το τέλος της δεκεατίας του 1970 και εφαρμοζόταν κατά βάση σε περιπτώσεις μεταναστών από τις κρατικο-σοσιαλιστικές χώρες. Το 1980 για πρώτη φορά, πάνω από 100,000 άνθρωποι έκαναν αίτηση ασύλου, οι μισοί από την Τουρκία και πολλοί άλλοι από το Βιετνάμ και την Παλαιστίνη. Ένα χρόνο αργότερα, 20 τοις εκατό των αιτούντων άσυλο προέρχονταν από την Πολωνία (κατά τη περίοδο της αύξησης της συνδικαλιστικής αντίστασης και αγώνα της Solidarnosc).

Από το 1987 και μετά, η κριση στις χώρες του Ανατολικού Μπλοκ γινόταν ολοένα και πιο εμφανής. Ο αριθμός των «επαναπατρισθέντων» (re-settlers, Aussiedler, κόσμος από τις χώρες του Ανατολικού μπλοκ που μπορούσαν να υποστηρίξουν κάποια Γερμανική καταγωγή) από την Ανατολική Ευρώπη και την Σοβιετική Ένωση αυξήθηκε κατακόρυφα σε ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα, φτάνοντας τις 400,000 το 1990. Η πλειοψηφία αυτών των ανθρώπων ήταν εξιδεικευμένοι εργάτε, που είχαν μάθει κάποιο επάγγελμα. Οποιοσδήποτε δεν μπορούσε να αποδείξει κάποια «Γερμανική ρίζα» έπρεπε να κάνει αίτηση για άσυλο: από το 1988 και μετά ο αριθμός των αιτήσεων για άσυλο συνέχισε να αυξάνεται, φτάνοντας σε ένα ζενίθ το 1992 με 440,000 αιτήσεις. Οι «αριστεροί» που προέρχονταν από χώρες του «Τρίτου Κόσμου» ήταν μονάχα μια μικρή μειοψηφία αυτών των αιτήσεων. Το 75 τοις εκατό προέρχονταν από την ανατολική, και νοτιο-ανατολική Ευρώπη –ένα αποτέλεσμα της κοινωνικής κατάρρευσης της περιοχής, των οικονομικών «θεραπειών-σοκ», τις επακόλουθες διαμάχες γύρω από την διανομή του πλιάτσικου και, εν τέλει, των εμφύλιων πολέμων. Ανάμεσα στους αιτούντες άσυλο ήταν επίσης και εκείνοι που δεν έκαναν αίτηση, αλλά που δούλευαν στην «μαύρη οικονομία» ως μη-καταγεγραμένοι εργάτες/τριες, π.χ. στις οικοδομές [1]

Επιπροσθέτως, τα τρία χρόνια μετά την προσάρτηση της πρωην ανατολικής «Γερμανικής Λαϊκής Δημοκρατίας», ένα εκατομμύριο εσωτερικοί μετανάστες/τριες εισήλθαν στην αγορά εργασίας της Δυτικής Γερμανίας, άνθρωποι που ήθελαν να ξεφύγουν από την απότομη άνοδο της ανεργίας που επήλθε μετά την καταστροφή των βιομηχανιών και της διοίκησης στην περιοχή τους.

Η κρίση στις αρχές της δεκαετίας του 1990

Η κλιμάκωση της «προσφυγικής κρίσης» πριν από 25 χρόνια έθεσε, όπως και σήμερα, τα θεμέλια για μια τεράστια αποσύνθεση του κοινωνικού κράτους καθώς και των συλλογικών συμβάσεων και των εργατικών δικαιωμάτων που πραγματοποιήθηκαν κατά την διάρκεια της οικονομικής κρίσης που ξέσπασε λίγο αργότερα. Το Γερμανικό μοντέλο μιας πολύ παραγωγικής εξαγωγικής βιομηχανίας, που είχε σημειώσει μεγάλη επιτυχία τα τελευταία 15 χρόνια, βασίζεται σε μια εργατική τάξη που είναι περισσότερο διαχωρισμένη και τμηματοποιημένη από ότι ήταν τις προηγούμενες δεκαετίες.

Στις 8 Αυγούστου του 1991 πάνω από 100,000 πρόσφυγες από την Αλβανία κατέλαβαν το σαπιοκάραβο Vlora και υποχρέωσαν το πλήρωμα να αλλάξει πορεία και να διασχίσει την Αδριατική θάλασσα. Η Ιταλική αστυνομία τους απέλασε βίαια μετά την άφιξη τους στο Μπάρι. Αυτό το γεγονός προσέφερε και το εικονικό πλαίσιο της ρητορικής πως «το πλοίο γέμισε». Το φιλελεύθερο πολιτικό περιοδικό “Der Spiegel” φλυαρούσε για το γεγονός πως η μετανάστευση αποτελεί τον «πόλεμο της τρίτης χιλιετίας» και προφήτευε την άφιξη 50 εκατομμυρίων προσφύγων από την πρώην Σοβιετική Ένωση (Der Spiegel, 19 Αυγούστου 1991).

Ενώ η ομοσπονδιακή κυβέρνηση υποκινούσε τον φόβο μιας ανεξέλεγκτης εισροής ανθρώπων από το εξωτερικό, έφερνε ταυτόχρονα στην χώρα όλο και περισσότερους εργάτες/τριες/τριες από την ανατολική και νοτιο-ανατολική Ευρώπη, μέσω των αποκαλούμενων «συμβολαίων εργασίας και υπηρεσιών» (συμβόλαια συνδεδεμένα με μια συγκεκριμένη δουλειά) και μέσω συμφωνιών στρατολόγησης (recruitment), όπως π.χ. από το 1991 και μετά με περισσότερους εποχιακούς/ές εργάτες/τριες/τριες προς απασχόληση στην Γερμανική αγροτική παραγωγή.

Η εργατική μετανάστευση τόσο στην ανεξέλεγκτη αλλά και στην ελεγχόμενη μορφή της μέσω των συμβολαίων εργασίας σε συγκεκριμένες δουλειές, π.χ. στις οικοδομές ή και στην βιομηχανία κρέατος, επέφερε μια τρομακτική πίεση στους/στις ντόπιους/ες εργάτες/τριες/τριες. Οι μετανάστες/τριες, που δούλευαν ούτως ή άλλως για πολύ χαμηλότερους μισθούς, συχνά έπεφταν θύματα περαιτέρω απάτης: άλλοτε πληρώνονταν λιγότερα από ότι είχε συμφωνηθεί, άλλες φορές δεν πληρώνονταν καθόλου. Αυτά εγίναν αφορμή για μια σειρά διαμάχες και αυτο-οργανωμένες απεργίες από εργάτες/τριες/τριες από την Αγγλία, την Ιρλανδία και την Ιταλία.

Η άνιση μεταχείριση των διαφορετικών ομάδων μεταναστών/τριών δημιούργησε το έδαφος για τους διαχωρισμούς, τον φόβο και την πίεση προς τους εργάτες/τριες/τριες να αποδεχτούν τις συνθήκες στις οποίες βρέθηκαν: εργαζόμενοι/ες/ες ενάντια σε ανέργους/ες, εργάτες/τριες/τριες της Δυτικής Γερμανίας ενάντια σε «τεμπέληδες ανατολικούς/ες» (Ανατολικής Γερμανίας), επαναπατρισμένοι/ες «Ρώσο-Γερμανοί/ίδες» ενάντια σε μετανάστες/τριες που είχαν φτάσει νωρίτερα … και η λίστα συνεχίζεται.

Το γεγονός πως το κράτος ήταν σε θέση να αναθέσει την πολιτική ευθύνη για τον ρατσισμό στους χαμένους της «Γερμανικής επανένωσης» βασίστηκε στην έξυπνη διαχείριση και την δημιουργία διαχωρισμών που έφερναν την μια ομάδα αντιμέτωπη με την άλλη. Η πολιτική και μηντιακή προπαγάνδα-μίσους ενάντια στους «οικονομικούς μετανάστες/τριες» ήταν και παραμένει μια συνειδητή προτροπή για (βίαιη) «δράση», την οποία υιοθέτησε η μαχητική δεξιά. Τον Σεπτέμβριο του 1991, ο γενικός γραμματέας του CDU Ruehe έγραψε ένα εσωτερικό κείμενο καλώντας τις τοπικές οργανώσεις του κόμματους του να θέτουν το «ανησυχητικό φαινόμενο της αύξησης των αριθμών των αιτούντων άσυλο» σε κάθε κοινοβουλευτικό επίπεδο. Προμήθευσε προσχέδια κειμένων για να χρησιμοποιηθούν από τοπικά συμβούλια προς ψήφιση καθώς και προσχέδια δελτίων τύπου σχετικά με τους αιτούντες άσυλο, που περιείχαν υπολογισμούς που αντιπαρέθεταν την έλλειψη νηπιαγωγείων με την αύξηση δαπανών για τους πρόσφυγες ή παρουσίαζαν τα καταφύγια προσφύγων σε σχολικά γυμναστήρια σαν υπεύθυνα για την ακύρωση μαθημάτων. Λίγες μέρες μετά, ξεκίνησαν οι επιθέσεις ενάντια σε καταφύγια για πρόσφυγες και ενάντια σε εργάτες/τριες από την Μοζαμβίκη στο Hoyerswerda (Ανατολική Γερμανία)· το τοπικό συμβούλιο χρησιμοποιήσε αυτή την ευκαιρία για να ξεφορτωθεί τόσο τους πρόσφυγες όσο και τους εναπομείναντες εργάτες/τριες από την Μοζαμβίκη (οι εργάτες/τριες από το Βιετνάμ και την Μοζαμβίκη ήταν ανάμεσα στους ελάχιστους μετανάστες/τριες εργάτες/τριες της πρώην δημοκρατίας της «σοσιαλιστικής» Ανατολικής Γερμανίας).[2]

Σχεδόν όπως και σήμερα, τα διοικητικά μέτρα ξεκινούσαν αρχικά ως τοπικές καταστάσεις «έκτακτης ανάγκης» ή ελλείψεων (π.χ. στην στέγαση) και κατέληγαν σε μια κατάσταση ανταγωνισμού, τον οποίο εκμεταλλευόταν η αντι-μεταναστευτική προπαγάνδα. Τα τοπικά συμβούλια ήταν αναγκασμένα να στεγάζουν τους πρόσφυγες σε τεράστια καταφύγια και τις περισσότερες φορές το έκαναν χρησιμοποιώντας εγκατελειμμένα σπίτια με ανεπαρκείς υποδομές. Με στόχο την αποθάρρυνση μελοντικών προσφύγων και τον στιγματισμό των σημερινών, το κράτος επέβαλε μια υπερβολικά αυστηρή μαζική επεξεργασία και καταγραφή των αιτούντων άσυλο, στην οποία οι πρόσφυγες δεν ελάμβαναν τα ίδια επιδόματα σε χρηματική μορφή όπως όλοι οι υπόλοιποι, αλλά υπό την μορφή τροφίμων ή και δωρεές ρούχων.

Σε κάποιες περιοχές ο στιγματισμός οδήγησε σε βίαια ρατσιστικά ξεσπάσματα, αλλά σε αρκετές περιπτώσεις οδήγησε και στην συμμετοχή της «κοινωνίας των πολιτών» σε δράσεις στήριξης των προσφύγων και στην αντίσταση από πλευράς των αιτούντων άσυλο υπό την μορφή της άρνησης σίτησης, απεργίες πείνας και καταλήψεων των γραφείων του κράτους πρόνοιας και επιδομάτων. Για να εξουδετερωθούν αυτές οι πράξεις αλληλεγγύης, ξεκίνησαν διάφορα πογκρόμ και θανατηφόρες εμπρηστικές επιθέσεις από ναζιστικές συμμορίες, στις οποίες είχε παρεισφρύσει η ασφάλεια. Ακόμα και στις περιπτώσεις δολοφονιών, η αστυνομία έκανε τα στραβά μάτια.

Λίγο μετά το πογκρόμ στο Rostock-Lichtenhagen [3] [3]τον Αύγουστο του 1992, η κυβέρνηση και η αντιπολίτευση αποφάσισαν από κοινού έναν «συμβιβασμό για το άσυλο», που δεν ήταν τίποτα παραπάνω παρά ένας περιορισμός του δικαιώματος. Μια διαδήλωση 350,000 ανθρώπων στο Βερολίνο ήταν το τελευταίο σημάδι της αντίστασης ενάντια στις επιθέσεις στο δικαίωμα για άσυλο.

Η αλλαγή του άρθρου 16 του Συντάγματος τον Μαϊο του 1993 ήταν ένα βασικό βήμα προς την Ευρωπαϊκή σύγκλιση όσον αφορά το δικαίωμα στο άσυλο. Δημιουργώντας το κατασκεύασμα των «ασφαλών τρίτων χωρών», οι συνοριακές χώρες της Ευρώπης φορτωθήκαν όλες τις νομικές διαδικασίες· η μετονομασία σε «ασφαλής χώρα προέλευσης» στην πραγματικότητα ακύρωσε το δικαίωμα αίτησης ασύλου για όσους έρχονταν από εκείνη την περιοχή.

Η επόμενη νομική αλλαγή αφορούσε τον «νόμο περί μετανάστευσης» [Ausländergesetz]. Το κράτος δήλωσε πως οι πρόσφυγες που έφευγαν από εμπόλεμες περιοχές μπορούσαν να πάρουν προσωρινό άσυλο αλλά μονάχα σε μια περιοχή που όριζε το κράτος και μονάχα για μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο – που σήμαινε πως η παραμονή έπαυε να είναι ένα ατομικό δικαίωμα, παρά ήταν πλέον ένα διοικητικό μέτρο το οποίο σχετιζόταν με μια προ-καθορισμένη ομάδα ανθρώπων και μπορούσε να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή. Αυτός ο νόμος εφαρμόστηκε για πρώτη φορά σε μεγάλη κλίμακα στους πρόσφυγες πολέμου από το Κόσοβο. Από το 1993, ο αποκαλούμενος «νόμος επιδομάτων για τους αιτούντες άσυλο» [Asylbewerberleistungengesetz] δημιούργησε μια νομική δικαιολόγηση για την άνιση μεταχείριση των προσφύγων όσον αφορά τα βασικά και μίνιμουμ κοινωνικά επιδόματα.

Οι πολιτικοί είδαν τις μειώσεις στις αιτήσεις ασύλου στις αρχές της δεκαετίας του 2000 ως μια απόδειξη επιτυχίας. Όλες οι νομικές επιταγές των τελευταίων χρόνων είναι βασισμένες στο βασικό σύνθημα «Η Γερμανία δεν είναι χώρα για μετανάστες/τριες!» και εκφράζουν πάνω από όλα την άρνηση να ενσωματώσουν τους πρόσφυγες, δηλαδή την άρνηση να τους δώσουν ίσα δικαιώματα.

Τον μισό αιώνα από το 1950 εώς και το 2000, 200,000 παραπάνω άνθρωποι μετανάστευσαν στην Γερμανία από ότι έφυγαν από χώρα. Κατά την πρώτη δεκαετία του 2000 το νούμερο αυτό μειώθηκε δραματικά και μάλιστα μετατράπηκε σε αρνητικό. Σε αυτά τα χρόνια, η εποχιακή εργατική μετανάστευση από τις χώρες που εντάθηκαν αργά στην ΕΕ (Πολωνία, Ρουμανία κτλ) έγινε η κυρίαρχη μορφή μετανάστευσης. Μόνο το 2010 μπήκαν περισσότεροι άνθρωποι στην Γερμανία απ’ όσοι έφυγαν: οι περισσότεροι από αυτούς από άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ, παρόλο που ένας σημαντικός αριθμός προερχόταν εκτός Ευρώπης και ως αιτούντες άσυλο. Η βασική καταγωγή/υπηκοότητα των προσφύγων άλλαζε κάθε χρόνο: πολλές βασικές περιοχές προέλευσης ήταν τα Βαλκάνια και η Μέση Ανατολή.

Μια νέα περίοδος ξεκινάει το 2008

Ο μόνος ακριβής αριθμός για το ποσοστό των προσφύγων που φτάνουν στην Γερμανία είναι ο αριθμός των αρχικών αιτήσεων [initial application] για άσυλο. Με το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης το 2008, αυτός ο αριθμός αυξήθηκε αρχικά αργά από λιγότερο από 30,000 σε 64,000 αρχικές αιτήσεις το 2012, και διπλασιάστηκε ύστερα σε 110,000 αιτήσεις το 2013, 170,000 το 2014 και πάνω από 390,000 το 2015 – που είναι πολύ παρακάτω από την πρόβλεψη περί «ενός εκατομμυρίου και πάνω» που ακούγεται συχνά. Πόσοι από αυτό το ένα εκατομμύριο που είχαν καταγραφεί μέχρι τον Νοέμβριο του 2015 έφυγαν από την χώρα, είτε συνεχίζοντας το ταξίδι τους είτε επιστρέφοντας, κανείς δεν ξέρει –ούτε και το κράτος – όπως δεν ξέρουν πόσες διπλές ή λανθασμένες καταγραφές έγιναν ή και πόσοι πρόσφυγες απέφυγαν την καταγραφή λόγω της ολοένας και πιο αυστηρής ανάγνωσης του νόμου για το δικαίωμα για άσυλο. Το Ινστιτούτο για την Έρευνα της Εργασίας (ΙΑΒ – Institute for Employment Research) του Ομοσπονδιακού Γραφείου Εργασίας [Federal Employment Agency/Arbeitsagentur][4] υπολογίζει πως περί το 70 τοις εκατό των προσφύγων στην Γερμανία θα παραμείνουν εκεί.

Σε πολλές περιπτώσεις που τα κράτη-μέλη της ΕΕ έχασαν τον έλεγχο, είτε δεν μπορούσαν είτε δεν ήθελαν να κάνουν σωστή καταγραφή των προσφύγων. Μερικές χώρες δεν προώθησαν κάν τις καταγραφές που είχαν κάνει στην διοίκηση της ΕΕ, έτσι ώστε να αποφύγουν την ευθύνη του να γίνουν αποδέκτες αιτήσεων ασύλου στο μέλλον. Τόσο στα ίδια τα σύνορα των Βαλκανίων όσο και ανάμεσα τους, οι πορείες των προσφύγων υπέστησαν συχνές και αυθαίρετες στάσεις, τρόφιμα και άλλου είδους βοήθεια παρακολλήθηκε, παράγοντας μια κατάσταση σπάνης. Σε άλλες στιγμές, οι κυβερνήσεις προσέφεραν δωρεάν μετακινήσεις για όλους τους πρόσφυγες που αποδέχθηκαν να καταγραφούν και να περιμένουν την σειρά τους υπό τραγικές συνθήκες σε στρατόπεδα καταγραφής και καταμέτρησης. Όλα αυτά βοήθησαν ώστε να εμφανιστούν οι διαδρομές των προσφύγων σαν ξαφνικές «φυσικές καταστροφές» οι οποίες καταβάλλουν την κρατική διοίκηση παρά τις προσπάθειες τους. Με αυτό το υπόβαθρο οι ηγέτες κρατών δικαιολόγησαν καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης και κατασταλτικά πολιτικά μέτρα – ειδικά δε όταν οι υπάρχουσες συνθήκες οδήγησαν σε αντίσταση και όταν οι πρόσφυγες αρνήθηκαν να εκφράσουν την «ευγνωμοσύνη» που απαιτούνταν από αυτούς.

Κατά την διάρκεια των τελευταίων 4 δεκαετιών, καμία από τις κυβερνήσεις της Γερμανίας δεν ήταν σε θέση να κατασκευάσουν μια «μεταναστευτική πολιτική», με την έννοια μιας πλήρως ελεγχόμενης και διαχειρίσιμης κατάστασης. Από το καλοκαίρι του 2015 έχουν αποδεχθεί αυτό το γεγονός: οι πόλεμοι έχουν μετακινηθεί απειλητικά κοντά στα Ευρωπαϊκά σύνορα και έχουν διαχυθεί υπερβολικά. Ως αντίκτυπο, πολλοί περισσότεροι άνθρωποι έχουν αναγκαστεί να φύγουν μόνιμα από τα σπίτια τους. Η κατασκευή πρόχειρων καταυλισμών για πρόσφυγες στα κράτη που συνορεύουν με τις εμπόλεμες ζώνες δεν είναι αρκετή για να κρατάει τα προβλήματα μακριά από την Γερμανία, γιατί αυτές οι περιοχές είναι εξίσου αποσταθεροποιημένες από το μέγεθος της μετανάστευσης και επειδή οι πρόσφυγες αγωνίζονται ενάντια στην στρατόπεδα και τις συνθήκες τους. Αυτός είναι ο λόγος που έφτασαν ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι στην Γερμανία μετά το 2012.

Τον Ιούλιο του 2012, μια ειρωνία σε σχέση με την συγκεκριμένη χρονική περίοδο, το ομοσπονδιακό συνταγματικό δικαστήριο [Bundesverfassungsgericht] έκρινε πως το συνταγματικά κατοχυρωμένο «μίνιμουμ επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης» αφορούσε τους πάντες που διέμεναν στην Γερμανία. Παρόλο που η εφαρμογή του νόμου αυτού δεν έχει ξεκινήσει ακόμα, ήταν ένα χτύπημα στην πολιτική της αποθάρρυνσης μεταναστών μέσω της μείωσης των επιπέδων του κοινωνικού κράτους. Η απόφαση μπορεί να γίνει κατανοητή ως αποτέλεσμα της γενικευμένης υποστήριξης προς τους αιτούντες άσυλο και των επίμονων αγώνων των ίδιων ενάντια στην άνιση μεταχείριση τους. Αυτό το διογκούμενο κίνημα είναι επίσης ένας από τους λόγους για τους οποίους το κράτος έχει απελάσει πολύ λιγότερους ανθρώπους τα τελευταία χρόνια. Το 2013 και το 2014 πραγματοποιήθηκαν γύρω στις 10,000 απελάσεις κάθε χρόνο, ενώ το 2015 αυτός ο αριθμός ανέβηκε στις 18,630, οι περισσότερες των οποίων έλαβαν χώρα στο δεύτερο μισό του έτους – πρόκειται για έναν μεγάλο αριθμό απελάσεων, αλλά παρόλα αυτά αφορά μονάχα το ένα τέταρτο από εκείνους που έχουν λάβει αρνητική απάντηση στην αίτηση ασύλου τους και για τους οποίους έχουν βγει αποφάσεις απέλασης. Στην πραγματικότητα το κράτος δεν είναι σε θέση να εφαρμόσει την μείωση του ποσοστού αναγνωρισμένων αιτήσεων ασύλου κάτω από 1 τοις εκατό, μια εφαρμογή που θα σήμαινε πρακτικά την κατάργηση του δικαιώματος για άσυλο.

Από το 2012 περίπου, οι πρόσφυγες που έρχονται στην Γερμανία έρχονται αντιμέτωποι με μια κατάσταση που χαρακτηρίζεται ολοένα και περισσότερο από την αυτοπεποίθηση και την οργανωμένη παρουσία των προηγούμενων μεταναστών οι οποίοι, μεταξύ άλλων, διαμαρτυρήθηκαν έντονα ενάντια στον «κανόνα της παραμονής» [residence rule] (που ορίζει πως οι πρόσφυγες δεν έχουν το δικαίωμα να φύγουν από την πόλη στην οποία τους έχει τοποθετήσει το κράτος], καταλαμβάνοντας κτίρια και οργανώνοντας απεργίες πείνας. Το κίνημα των προσφύγων της Lampedusa ξεπήδησε από αυτούς τους αγώνες το 2013. Αυτό το κίνημα εκλαμβάνει πολλή δημοσιότητα και συμπάθεια από την «κοινωνία των πολιτών», κάτι που φαίνεται και από την αύξηση των ασύλων εκκλησιών (τοπικές ενορίες που προσφέρουν άσυλο και προστασία σε κόσμο), οι οποίες υποτίθεται πως αποτρέπουν και τις απελάσεις (αυτή την στιγμή 450 άνθρωποι σε περίπου 300 κοινότητες είναι υπό την προστασία της εκκλησίας). Ένα άλλο παράδειγμα ήταν οι διαδηλώσεις των μαθητών ενάντια στις απελάσεις των συμμαθητών τους.

Κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1990 ελάχιστοι άνθρωποι της ριζοσπαστικής αριστεράς ή μικρών ομάδων της «κοινωνίας των πολιτών» υποστήριξαν τους πρόσφυγες. Παρόλα αυτά, υπήρξαν πολλές δράσεις ενάντια στα «πακέτα τροφίμων» [Fresspakete] (πακέτα με τρόφιμα, συχνά κακής ποιότητας, που μοιράζονταν σε πρόσφυγες αντί για χρηματικά επιδόματα), οι οποίες σε πολλές περιπτώσεις στόχευαν και τις φιλανθρωπικές οργανώσεις ή τις επιχειρήσεις που έβγαζαν λεφτά εκμεταλλευόμενες την κακή κατάσταση των προσφύγων. Σήμερα αντίθετα, εκατοντάδες χιλιάδες είναι αναμεμιγμένοι στην υποστήριξη των προσφύγων ως «εθελοντές» και οι «αριστεροί» είναι μια μειοψηφία ανάμεσα τους. Μια έρευνα της Προτεσταντικής Εκκλησίας υποστήριζε πως τουλάχιστον 8 εκατομμύρια άνθρωποι είναι μπλεγμένοι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στην βοήθεια προς τους πρόσφυγες το 2015. Αυτή η ενασχόληση, η επαφή με τους πρόσφυγες και τους αγώνες τους έχει ριζοσπαστικοποιήσει αυτόν τον κόσμο, π.χ. σε σχέση με την εμπλοκή της Γερμανίας στους πολέμους ή και τον ρόλο των Γερμανικών εξαγωγών όπλων.

Από την άλλη, το επίπεδο βίας ενάντια στους πρόσφυγες έχει φτάσει σε επίπεδα εξίσου άσχημα όσο και στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Η Μέρκελ προειδοποίησε μάλιστα για μια «νεα NSU»[5]. Παρακολουθούμε την ριζοσπαστικοποίηση της πολιτικής δεξιάς πέρα από την οργανωμένη μαχητική σκηνή –αλλά οι σημερινοί φασίστες δεν μπορούν να παριστάνουν τους εφαρμοστές μιας σχετικά ομογενοποιημένης κοινωνικής απόριψης των προσφύγων, και η βια τους δεν είναι τελικά παρά η έκφραση του ολοένα και αυξανόμενου διαχωρισμού εντός της κοινωνίας. Η Pegida[6] και η παρέα τους κατηγορούν χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα για τους δικούς τους φόβους κοινωνικής κατάπτωσης. Ονομάζοντας τους πρόσφυγες υπανθρώπους προσπαθούν να επιβάλλουν την προσέγγιση πως αυτοί οι «Άλλοι» δεν δικαιούνται αυτά που ζητάνε. Μια ηλίθια αντίσταση ενάντια στο πρόγραμα εκμοντερνισμού του κεφαλαίου που δεν εμπεριέχει καμία απειλή ενάντια του, αλλά βοηθάει αντιθέτως στην προώθηση του. Αυτός είναι ο λόγος που οι μπάτσοι αφήνουν τη Pegida να συνεχίζει και ο λόγος που τις περισσότερες φορές το βαθύ κράτος ανέχεται τις εμπρηστικές επιθέσεις και άλλου είδους βια ενάντια στους μετανάστες/τριες.

Ευρωπαϊκή Ένωση – το φρούριο που καταρρέει

Σε σχέση με το αντίκτυπο που στην ΕΕ, αρκεί να πούμε πως η προσφυγική κρίση του δέυτερου μισού του 2015 ήταν πολύ πιο σοβαρή από την «ελληνική κρίση» του πρώτου μισού. Η ΕΕ αποσυντίθεται, η συμφωνία Σένγκεν είναι για τα μπάζα. Για να είμαστε όμως ξεκάθαροι: η συμφωνία του Σένγκεν δεν αφορούσε το ερμητικό κλείσιμο των εξωτερικών συνόρων της ΕΕ, αλλά τα εμπόδια υποτίθεται πως θα ήταν (και είναι όντως) αρκετά ψηλά ώστε μονάχα συγκεκριμένοι θα κατάφερναν να τα υπερπηδήσουν – όσοι είναι σωματικά και διανοητικά υγιείς, που έχουν χρήματα και προσωπικούς ή οικογενειακούς πόρους και που είναι αφοσιωμένοι και με πολύ κίνητρο. Για να δουλέψει αυτό, ήταν απαραίτητο ο καταμερισμός της εργασίας ανάμεσα στα διάφορα κράτη-μέλη της ΕΕ να λειτουργεί ομαλά όπως ακριβώς είχε σχεδιαστεί από την Συνθήκη του Δουβλίνου –αλλά η Ιταλική και η Ελληνική κυβέρνηση απλά έσπρωχναν τους πρόσφυγες προς την βόρεια Ευρώπη χωρίς να τους καταγράφουν. Μετά από αυτό, το 2015, η κάθε κυβέρνηση ακολούθησε τα δικά της συμφέροντα.

Τα ανατολικά Ευρωπαϊκά «συνοριακά κράτη» αρνούνται κατηγορηματικά να δεχθούν πρόσφυγες, αλλά την ίδια στιγμή ανέχονται σιωπηλά την «κυκλική» εργατική μετανάστευση [Pendelmigration] καθώς και καταφεύγουν σε μια ανοιχτή πολιτογράφηση κόσμου από γειτονικά κράτη. Το Πολωνικό κράτος «θυμάται» τις πολωνικές μειοψηφίες στην Ουκρανία, η Ουγγαρία θυμάται «Ουγγρικές» οικογένειες στην Ουκρανία, οι Ρουμάνοι καλωσορίζουν τα χαμένα αδέρφια και αδερφές από την Μολδαβία κτλ. Η προσέγγιση αυτών των εθνικιστικών κυβερνήσεων είναι αντίστοιχη με την Γερμανική πολιτική απέναντι στους «επαναπατρισμένους» [Spaetaussiedler – Ρωσο-Γερμανοί]. Τα κράτη ελπίζουν σε πολιτικά συμβιβασμένους πρόσφυγες (οι οποίοι θα αναλάβουν τις κακοπληρωμένες δουλειές στον αγροτικό τομέα ή τις οικοδομές, αντικαθιστώντας τους «ντόπιους» εργάτες/τριες που εγκατέλειψαν την χώρα για να βρουν δουλειά στα δυτικά Ευρωπαϊκά κράτη) και συνεχίζουν την επιθετική στάση τους απέναντι σε κάποια μέλη του πληθυσμού που υποτίθεται πως εξαιρούνται της υπηκοότητας/πολιτογράφησης. Πρωτοπορία σε αυτό το επίπεδο είναι οι χώρες της Βαλτικής, οι οποίες «απο-πολιτογράφησαν» [expatriated] όλους εκείνους που είχαν καταφτάσει από άλλα Σοβιετικά κράτη μετά το 1940, καθιστώντας τους απάτριδες. Ο συστηματικός αποκλεισμός των Ρομά σε νοτιο-ανατολικές χώρες ακολουθεί μια παρόμοια λογική.

Πολλές περιοχές που ήταν τόποι προέλευσης προσφύγων κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1990 έχουν γίνει μέλη της ΕΕ έκτοτε ή έχουν υπογράψει συμφωνίες για μετανάστευση δίχως την ανάγκη βίζας. Η επέκταση των συνόρων της ΕΕ έχει διευκολύνει την εξωτερική ανάθεση [outsourcing] κακοπληρωμένων δουλειών στον κλάδο των ανεφοδιασμών [supply industries] αυτών των νέων κρατών μελών και διαχειρίζονται την μετανάστευση από αυτά τα κράτη μέσω της σταδιακής «ελέυθερης μετακίνησης της εργασίας» [Arbeitnehmerfreizuezugkeit]. Για τους εργάτες/τριες από την ανατολική Ευρώπη, η πρόσβαση στην αγορά εργασίας της ΕΕ ήταν πάντα συνδεδεμένη με μακροχρόνιες περιόδους εθνικής μετάβασης (που περιόριζαν προσωρινά την είσοδο για εργασία), κάτι που ήταν μια σαφής απαίτηση των Γερμανικών συνδικάτων ειδικά. Κατά την διάρκεια των πρώτων 7 χρόνων μετά την πρώτη επέκταση του 2004, άνθρωποι από την Εσθονία, την Λετονία, την Λιθουανία, την Πολωνία, την Σλοβακία, την Σλοβενία, την Τσεχία και την Ουγγαρία (οι αποκαλούμενες ΕΕ-8 χώρες) είχαν ήδη την δυνατότητα να δουλεύουν ως (τυπικά) «ελεύθεροι επαγγελματίες» ή σαν εργαζόμενοι/ες ξένων επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνταν στην Γερμανία, για χαμηλούς μισθούς και για χαμηλά κοινωνικά επιδόματα. Το 2011 σχεδόν 470,000 άνθρωποι από την Πολωνία ζούσαν στην Γερμανία, ένας αριθμός μεγαλύτερος από το σύνολο των υπολοίπων ΕΕ-8 χωρών μαζί. Οι ΕΕ-2 χώρες Ρουμανία και Βουλγαρία –οι οποίες εντάχθηκαν το 2007 με παρόμοιες συνθήκες – ήρθαν δέυτερες και τρίτες με 160,000 και 94,000 ανθρώπους αντίστοιχα.

Η κατάργηση της βίζας για κάποια δυτικά Βαλκανικά κράτη το 2009/2010 οδήγησε σε μια επιπλέον αύξηση εισόδου εργατών, τους οποίους μπορούσαν εύκολα να εκβιάσουν για να δουλεύουν με χαμηλότερους μισθούς. Πολίτες εκτός της ΕΕ από την Σερβία ή την Βοσνία μπορούν αυτή την στιγμή να εισέλθουν στην ΕΕ ως «εργάτες/τριες με συμβόλαιο» [contract workers-Entsendarbeiter] από την στιγμή που έχουν ένα συμβόλαιο εργασίας με μια Σλοβένικη, ή στο άμεσο μέλλον, με Κροατική επιχείρηση. Το 2014 μόνο στην Σλοβενία δόθηκαν 60,000 αποκαλούμενα Α1-Πιστοποιητικά (επιβεβαίωση κοινωνικής ασφάλισης στην χώρα προέλευσης της επιχείρησης με την οποία υπάρχει το συμβόλαιο) σε πολίτες από γειτονικά Βαλκανικά κράτη. Οποια/σδήποτε δεν έχει ένα συμβόλαιο εργασίας μπορεί να εισέλθει στην ΕΕ χωρίς βίζα και, π.χ. κάνοντας αίτηση για άσυλο, μπορεί να αποκτήσει τουλάχιστον μια προσωρινή άδεια παραμονής και ένα βασικό εισόδημα. Ένα αντίστοιχο σενάριο διαφαίνεται στον ορίζοντα όσον αφορά στην κατάργηση της απαίτησης για βίζα για όσους έρχονται από την Γεωργία ή την Ουκρανία, σύμφωνα με μια πρόσφατη πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Σύμφωνα με το Γερμανικό κέντρο καταγραφών ξένων υπηκόων [Ausleanderzentralregister – κρατική διοίκηση] από τον Οκτώβριο του 2015 ο πληθυσμός των μεταναστών/τριών έχει αυξηθεί κατά 820,000 μέσα σε ένα χρόνο, εκ των οποίων 340,000 προέρχονται από χώρες εντός της ΕΕ, 260,000 από αναγνωρισμένες εμπόλεμες και περιοχές εκτάκτου ανάγκης και 120,000 από τα δυτικά Βαλκάνια. Τώρα περίπου 650,000 από την Ρουμανία και την Βουλγαρία είναι επίσημα καταγεγραμένοι στην Γερμανία· το 80 τοις εκατό εξ’αυτών, έφτασε τα τελευταία 5 χρόνια. Η μόνιμη μετανάστευση από την Πολωνία έχει επίσης αυξηθεί από το 2011 και μετά· σήμερα, περίπου 600,000 από τις ΕΕ-8 χώρες έχουν πλήρη ή μερική απασχόληση στην Γερμανία. Μετά την πλήρη απελευθέρωση της μετακίνησης στην αγορά εργασίας από τον Ιανουάριο του 2014, ο αριθμός των ανθρώπων από την Ρουμανία και την Βουλγαρία που έχουν συμβόλαια εργασίας στην Γερμανία έχει επίσης αυξηθεί.

Επιπροσθέτως, υπάρχει ένας στατιστικά αδύνατο να εξακριβωθεί αριθμός εργαζομένων με προσωρινή άδεια εργασίας· μια μελέτη του ινστιτούτου Boeckler υπολόγιζε πως το 2012 περίπου 800,000 εργάτες/τριες είχαν έρθει στην Γερμανία με συμβόλαια εργασίας, 80 τοις εκατό των οποίων ήταν από την ανατολική Ευρώπη.

Σε γενικές γραμμές, οι μετανάστες/τριες φτάνουν στην Ευρώπη από δύο προορισμούς: από την Μέση Ανατολή και την Βόρεια Αφρική και από την ανατολική Ευρώπη. Στην νότια Ευρώπη, οι «παράνομοι/ες μετανάστες/τριες» είναι η κύρια εργατική δύναμη σε κλάδους όπως ο αγροτικός, στις οικοδομές και logistics. Υπάρχει μια στενή σχέση ανάμεσα στην «εξωτερική μετανάστευση προς την ΕΕ» και την «εσωτερική μετανάστευσης εντός της ΕΕ». Σε όλη την Ευρώπη πολλοί νέοι και νέες προσπαθούν να αποφύγουν την δουλειά στα εργοστάσια, τον αγροτικό τομέα και τις χειρωνακτικές εργασίες εν γένει. Ένα μεγάλο κομμάτι αυτών σπουδάζει και ελπίζει σε μια δουλειά στον κρατικό τομέα – ακόμα και αν η εργασία είναι προσωρινή – ή και μια καριέρα σε κάποιο ανερχόμενο κλάδο της οικονομίας. Η «ανεπάρκεια εργατικού δυναμικού» στις βρωμο-δουλειές στους αγρούς, τις οικοδομές και σε δουλειές φροντίδας εξισορροπείται από τους μετανάστες/τριες. Κατά την διάρκεια της περιόδου οικονομικής ανόδου και ανάπτυξης στις αρχές της χιλιετίας, η μετανάστευση προς την Ελλάδα, την Ιταλία, την Ισπανία, την Πορτογαλία … έκανε πιθανή την (οικονομική) «άνοδο» της νέας γενιάς. Από τότε που ξέσπασε η κρίση, πολλοί άνεργοι νέοι και νέες από αυτές τις νοτιο-Ευρωπαϊκές που έχουν κάποια πανεπιστημιακή εκπαίδευση αλλά ελάχιστες εργασιακές προοπτικές, έχουν μετακινηθεί προς τα βόρεια, π.χ. στην Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Τα τελευταία χρόνια ο καθαρός αριθμός ανθρώπων που έχουν μεταναστεύσει στην Γερμανία από τις χώρες της κρίσης της νότιας Ευρώπης ανέρχεται σε 30,000 με 40,000 κάθε χρόνο.

Η διαδικασία της προς-τα-κάτω κατάτμησης της εργατικής τάξης στην Γερμανία

Στην Γερμανία, επίσης, η προς-τα-κάτω κατάτμηση της αγοράς εργασίας μέσω της ιδιαίτερης σύζευξης της τεχνολογικής εξέλιξης και της φθηνής εργασίας των μεταναστών, επέτρεψε σε πολλούς/ες νεαρούς/ες εργάτες/τριες να αποφύγουν την καταβάθρωση του επιπέδου των μισθών, κινούμενοι προς πιο εξιδεικευμένες εργασιακές θέσεις. Ένα παράδειγμα είναι η τοπική οικονομική ανάπτυξη στο Oldenburger της περιοχής Munsterland της δυτικής Γερμανίας. Παρόλο που περίπου 25,000 θέσεις εργασίας της βιομηχανίας κρέατος χάθηκαν μέχρι το 2005, την ίδια εποχή το συνολικό ποσό σφαγιασθέντων ζώων διπλασιάστηκε και ένα ‘σύμπλεγμα’ [cluster] βιομηχανιών επεξεργασίας τροφίμων και κατασκευής μηχανημάτων εγκαθιδρύθηκε. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του συνδικάτου NGG (τροφίμων και φιλοξενίας), μόνο ένα 10 τοις εκατό των εργαζόμενων στην βιομηχανία κρέατος έχουν μόνιμα συμβόλαια, εάν συμπεριλάβει κάποιος και τις ανεπίσημες ομάδες χασάπηδων, τους βιομηχανικούς καθαριστές και τους αποθηκάριους, που συνήθως δεν περιλαμβάνονται στην κατηγορία εργαζομένων στην «βιομηχανία κρέατος». «Επίσημα», το ένα τέταρτο όλων των εργαζόμενων έχουν προσληφθεί ως μετανάστες εργάτες συμβολαίου μέσω ξένων εταιρειών –σχεδόν εφτά φορές περισσότεροι από ότι το 2011.

Στον χώρο της οικοδομής αυτή η εξέλιξη είχε ήδη ξεκινήσει από την δεκαετία του 1990. Τότε, το συνδικάτο IG BSE είχε προσπαθήσει να καταπολεμήσει τον ανταγωνισμό της φθηνής εργασίας καλώντας τους εργάτες να ρουφιανεύουν όσους δούλευαν χωρίς συμβόλαιο ή μόνιμη κατοικία, καλώντας μάλιστα και σε οργανωμένες κρατικές εφόδους [raids] – βοηθώντας έτσι στην καλλιέργεια μιας ρατσιστικής ατμόσφαιρας. Η συλλογική σύμβαση για την διαρύθμιση της εργασίας μέσω συμβολαίων των μεταναστών [Arbeitnehmerentsendegesetz – νόμος περί ανάθεσης εργασίας] που πέρασε το 1996 και που αρχικά εφαρμόστηκε μονάχα στον κλάδο των οικοδομών, οδήγησε στην εισαγωγή ενός κλαδικού κατώτατου μισθού για τους οικοδόμους – και ξεχωριστούς μισθούς για εργάτες από την Ανατολική και την Δυτική Γερμανία. Ένα σημαντικό μέρος του νόμου αφορούσε στην εναπόθεση της τελική νομικής ευθύνης στον επικεφαλής εργολάβο. Αυτό σημαίνει πως οι εργάτες μπορούσαν να απαιτήσουν οφειλόμενους μισθούς ακόμα και αν χρεοκοπούσε ο υπ-εργολάβος. Η επέκταση του πεδίου της εφαρμογής του «νόμου περί ανάθεσης εργασίας» πέρα από τον κλάδο της οικοδομής αρχικά το 2007, μετά ξανά το 2009 και τέλος το 2014 αφορά κλάδους με υψηλό ποσοστό μεταναστών εργατών: καθαριότητα, οικοδομές, ανακύκλωση και αποκομιδή απορριμάτων, φροντίδα ηλικιωμένων, πλυντήρια και βιομηχανία κρέατος.

======

Αντιμέτωποι με την κρίση στην Ανατολική Ευρώπη, οι (ειδικευμένοι) εργάτες κατευθύνθηκαν στη Γερμανία σε όλο και μεγαλύτερους αριθμούς – και έφτασαν την κατάλληλη στιγμή για την επέκταση του χαμηλόμισθου τομέα· στον τομέα της επιμελητείας με την ευρύτερη έννοια, για παράδειγμα μέσω της εισαγωγής των «συμβολαίων για υπηρεσίες» ή «συμβολαίων για συγκεκριμένη εργασία»[7] στην αυτοκινητοβιομηχανία και στα τμήματα συναρμολόγησης των εργοστασίων αυτοκινήτων, όπου κάποτε οι άνθρωποι έβγαζαν καλά λεφτά. Τα γερμανικά συνδικάτα μπόρεσαν σε μεγάλο βαθμό να συντηρήσουν την κοινωνική ειρήνη με το κεφάλαιο βασισμένα στους χαμηλούς μισθούς στις εφοδιαστικές αλυσίδες της Ανατολικής Γερμανίας. Τα κόστη εργασίας ανά μονάδα προϊόντος των εργατών στις βασικές εταιρείες μπορούσαν να μειωθούν μέσα από την «ορθολογικοποίηση», την εντατικοποίηση της εργασίας και την ευελιξία στον εργάσιμο χρόνο, αλλά οι ετήσιοι μισθοί παρέμειναν λίγο πολύ σταθεροί – πράγμα που επέτρψε στα συνδικάτα να παρουσιαστούν σαν «καλοί αντιπρόσωποι» για τα μέλη τους και σαν «αποδοτικοί συνεργάτες» για τη διοίκηση. Οι εργάτες στις βασικές εταιρείες πειθάρχησαν χάρη στην απειλή των «χειρότερων συνθηκών» στο βιομηχανικό περιθώριο και χάρη στην απορρύθμιση των προνοιακών δικαιωμάτων.

Η αυξανόμενη κατάτμηση της αγοράς εργασίας αποκλείει τους ντόπιους εργάτες από συγκεκριμένες δουλειές: για παράδειγμα, αν μια ορισμένη εργατική δύναμη στρατολογείται μέσω Ρουμάνων υπεργολάβων, ένας Γερμανός δεν θα μπορεί να βρει δουλειά εκεί, ακόμα κι αν το θέλει – αυτό είναι εξίσου αλήθεια για τις χώρες της νότιας Ευρώπης όπου οι μεγάλοι δείκτες της ανεργίας των νέων συνοδεύεται από υψηλό επίπεδο απασχόλησης για τους μετανάστες. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, οι μετανάστες δεύτερης γενιάς – ειδικά τα παιδιά των «επισκεπτών – εργατών» και των λεγόμενων «Ρωσο-Γερμανών» (επαναπατρισμένων) – περιθωριοποιήθηκαν στην αγορά εργασίας μέσω της απασχόλησης των πρόσφατα αφιχθέντων μεταναστών. Παλιότερα χρειαζόταν συνήθως περίπου μια γενιά μεταναστών ώστε να αγωνιστούν για να μπουν στην αγορά εργασίας και να πετύχουν ίσες συνθήκες. Αυτό δεν ισχύει πια. Σήμερα, για πολλούς από τους μετανάστες δεύτερης γενιάς, η «κοινωνική κινητικότητα» σημαίνει το να γίνουν χαμηλόβαθμοι μεσάζοντες της μαφιόζικης οικονομίας, μεσολαβώντας ανάμεσα στη «γερμανική οικονομία» και τους πιο πρόσφατα αφιχθέντες μετανάστες (με τους οποίους μοιράζονται τη γλώσσα) σαν σπιτονοικοκύρηδες, αρχηγοί συμμοριών και υπεργολάβοι.

Αγώνες

Οι μετανάστες από την Ανατολική Ευρώπη αντιστέκτονται. Οι εργάτες που απεργούν στη βιομηχανία κρέατος δέχονται κάποιες φορές επιθέσεις από ένοπλες ομάδες που στέλνει η εταιρεία. Τα συνδικάτα και η κυρίως εργατική δύναμη δεν συμμετέχουν σ’ αυτούς τους αγώνες και βλέπουν τις αναφορές των μήντια σ’ αυτούς σαν απειλή για τη βιωσιμότητα της εταιρείας. Προσπαθούν να απωθήσουν τον «φτηνό ανταγωνισμό» από τις εταιρείες συμπεριφερόμενοι συστηματικά σ’ αυτούς τους μετανάστες εργάτες σαν μη ισότιμους. Μόνο από το 2012 και μετά, οι συνεχιζόμενες διαμαρτυρίες των μεταναστών εργατών πήραν δημοσιότητα. Για πολλούς μετανάστες το να χρησιμοποιήσουν τα μήντια φαινόταν πιο υποσχόμενο από τις πραγματικές απεργίες και οι νομικές συμβουλές από κάποια από τα συνδικάτα και από τους θεσμούς της εκκλησίας υποστήριζαν μια τέτοια άποψη. Τουλάχιστον οι χαμηλοί μισθοί στις μέρες μας αντιμετωπίζονται σαν σκάνδαλο – αν και σε μικρές πόλεις ή στην εξοχή, σε κοινωνικές καταστάσεις όπου πολλοί ντόπιοι κερδίζουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο από την εκμετάλλευση των μεταναστών (π.χ. σαν σπιτονοικοκύρηδες ή μαγαζάτορες), οι ανοιχτές και άμεσες αντιπαραθέσεις είναι πιο δύσκολες. Συνεπώς οι διαμαρτυρίες οργανώνονται κυρίως γύρω από ομάδες με κοινή γλώσσα ή εθνικές κοινότητες, ή γύρω από συμμορίες και υπεργολάβους που βασίζονται σ’ αυτές τις κοινότητες. Στο Lohne ή το Emsdetten (αγροτικές μικρές πόλεις στη δυτική Γερμανία) οι διαδηλώσεις των υποστηρικτών ποτέ δεν κατάφεραν να μαζέψουν στο δρόμο περισσότερα από 200 άτομα.

Η πρόσβαση στην κοινωνική ασφάλεια και τα νόμιμα δικαιώματα που εγγυάται η επίσημη «ελευθερία της κίνησης των εργατών» προσφέρει μια κάποια ασφάλεια για το άτομο, αλλά δεν συνεπάγεται ισότιμο καθεστώς με τους Γερμανούς πολίτες. Το κράτος θέλει να εμποδίσει κάτι τέτοιο: το δικαίωμα σε κοινωνικές παροχές σε καιρούς ανεργίας κάνει πιο δύσκολο το να πιεστούν οι μετανάστες σε κακοπληρωμένες δουλειές ή το να τις κρατάνε. Συνεπώς το κράτος δημιουργεί νέες ευκαιρίες για τον εκβιασμό των μεταναστών εργατών εμπλέκοντας όλο και περισσότερο την κοινωνική νομοθεσία και το δικαίωμα στην κατοικία. Για παράδειγμα, για τους πολίτες της Ε.Ε. που κατοικούν στη Γερμανία, η «ελευθερία κίνησης των εργατών» παραχωρείται μόνο για έξι μήνες και μόνο υπό τον όρο ότι έχουν δικό τους εισόδημα και καλύπτονται από ασφάλεια υγείας. Μόνο μετά από πέντε χρόνια κερδίζουν το μόνιμο δικαίωμα διαμονής και το ταμείο ανεργίας Hartz IV. Πριν τα πέντε χρόνια, εφαρμόζονται κλιμακωτά δικαιώματα και προνόμια. Σύμφωνα με την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, ένα άτομο αποκτά καθεστώς εργαζόμενου όταν δουλεύει τουλάχιστον 5.5 ώρες τη βδομάδα (που ισοδυναμεί με τον κατώτερο μισθό των 200 ευρώ τον μήνα). Οι άνθρωποι που έχουν πλέον το καθεστώς του εργαζόμενου δικαιούνται «προνόμια μέσα στη δουλειά» σύμφωνα με το Hartz IV για να υποστηρίξουν τους μισθούς τους. Ανάμεσα σ’ άλλους λόγους, αυτό εξηγεί τους υψηλούς αριθμούς «μίνι-εργατών» ανάμεσα στους μετανάστες από τις χώρες EU-2, αλλά επίσης και από την Πολωνία: πολλοί δουλεύουν ανεπίσημα σε πλήρη εργασία και λαμβάνουν παροχές για τον επίσημο χρόνο εργασίας ή τις «mini-jobbers»[8], όπως κάνουν και πολλοί Γερμανοί. Αντίθετα με τους Γερμανούς συναδέλφους τους, οι μετανάστες δυσκολεύονται να ξεφύγουν από αυτή τη ρύθμιση. Αν παραιτηθείς ή χάσεις τη δουλειά γιατί τα έβαλες με το αφεντικό σου, κινδυνεύεις να χάσεις το δικαίωμα παραμονής λόγω ανεργίας.

Μετά από ένα χρόνο πλήρους απασχόλησης, οι εργάτες δικαιούνται μισό χρόνο ταμείο ανεργίας (ανάλογα με το εισόδημα) συν μισό χρόνο το επίδομα Hartz IV (το κατώτερο επίδομα κοινωνικής πρόνοιας). Πολλοί οργανισμοί πρόνοιας ενημερώνουν την υπηρεσία μετανάστευσης όταν οι μετανάστες δικαιούνται επιδόματα και τότε η υπηρεσία τους καλεί να εγκαταλείψουν τη χώρα – αυτό συμβαίνει επίσης και σε πολίτες της Ε.Ε. από τα βασικά κράτη, όπως η Ισπανία ή η Ιταλία. Η γραφειοκρατική διαπλοκή της διοίκησης που είναι υπεύθυνη για την πρόνοια και την εργασία απ’ τη μια μεριά και της υπηρεσίας μετανάστευσης από την άλλη – που έχει ανακηρυχτεί σε έναν μελλοντικό τρόπο να αντιμετωπιστούν οι πρόσφυγες – είναι ήδη μία πραγματικότητα για τους μετανάστες εργάτες. Αυτό ακολουθεί μια συγκεκριμένη λογική, δεδομένου ότι η εκστρατεία ενάντια στην «κατάχρηση του ασύλου» που στόχευε στους πρόσφυγες από τα βαλκανικά κράτη ακολουθήθηκε άμεσα από την προπαγάνδα ενάντια στη «μετανάστευση της φτώχιας και των επιδομάτων» από την Βουλγαρία από το τέλος του 2013.

Το «δυναμικό για τη μελλοντική απασχόληση» (γερμανική νέα γλώσσα: erwebspersonenpotenzial) των προσφύγων

Υπάρχουν δύο αντιτιθέμενοι πόλοι μέσα στην άρχουσα τάξη: ο φιλελευθερισμός, του οποίου ο πιο σημαντικός συνήγορος είναι το Κόμμα των Πρασίνων, απαιτεί το άνοιγμα των συνόρων και την απορρύθμιση και τον περιορισμό των επιδομάτων πρόνοιας και των κοινωνικών εγγυήσεων· όποιος θέλει να έρθει εδώ πρέπει να το κάνει, αλλά πρέπει να βρει έναν τρόπο να επιβιώσει μόνος του. Το άλλο άκρο εκπροσωπείται από κάποια μέλη του βαθέος κράτος και στην πολιτική σκηνή από τα NSU/AFD/CSU (κόμματα της (άκρας-)δεξιάς) και κομμάτια του SPD και του CDU: κλείσιμο των συνόρων, εντατικοποίηση των ελέγχων στους μετανάστες, περαιτέρω ενίσχυση των αστυνομικών δυνάμεων. Η τρέχουσα διαδικασία διαπραγμάτευσης ταλαντεύεται ανάμεσα σ’ αυτούς τους δύο πόλους, αλλά έχουν έναν κοινό στόχο, όπως μπορούμε να δούμε και στη συζήτηση για το «καθήκον των μεταναστών να αφομοιωθούν» (integrationspflicht): θέλουν να μετατρέψουν τους μετανάστες σε κάτι σαν «τουρμπο-Γερμανούς» και να τους χρησιμοποιήσουν ώστε να επιβάλουν την αναδιάρθρωση της ευρωπαϊκής αγοράς εργασίας – που εξασφαλίζεται εσωτερικά και εξωτερικά χάρη στον «Πόλεμο ενάντια στην Τρομοκρατία».

Ανάλογα με τον τομέα, οι εργοδότες θέλουν να υπαγορεύσουν διαφορετικούς ρόλους για τους πρόσφυγες στην αγορά εργασίας. Το IAB προβλέπει ότι ο «αριθμός των ανθρώπων που μπορεί δυνητικά να απασχοληθεί» μεταξύ των αιτούντων άσυλο θα αυξηθεί κατά 380 χιλιάδες μέσα στο 2016, αφού είχε μετά βίας αυξηθεί το 2015. Σύμφωνα με το περιοδικό Spiegel Online, το ειδικό συμβούλιο για την οικονομική ανάπτυξη[9] προβλέπει μόνο μία αργή αύξηση της απασχόλησης των πρόσφατα αφιχθέντων προσφύγων, λέγοντας πως τα επόμενα δύο χρόνια δεν θα μπουν στην αγορά εργασίας περισσότεροι από 100 χιλιάδες άνθρωποι.

Στα μέσα του Οκτώβρη ξέσπασε μια ανοιχτή διαμάχη μέσα στο στρατόπεδο τω εργοσοτών πάνω στην πολιτική της αφομοίωσης: Ο Michael Knipper του Συνδέσμου της Γερμανικής Κατασκευαστικής Βιομηχανίας εξέφρασε τη λύπη του για την «άκριτη ευφορία στους κόλπους της γερμανικής βιομηχανίας». Η κατασκευαστική βιομηχανία είναι ένας ιδιαίτερα κυκλικός/εποχικός και πολυεθνικός κλάδος με μια εργατική δύναμη που αποτελείται κυρίως από μετανάστες. Οι εργοδότες σ’ αυτόν τον τομέα δεν ποντάρουν στο know-how της ντόπιας εργατικής τάξης και στις «καινοτόμες ικανότητες» αλλά στην αναδιάρθρωση και στη μείωση του κόστους παραγωγής που επιβάλλεται από τους όλο και χαμηλότερους μισθούς και κακές συνθήκες. Κάποιοι εργοδότες στη βιομηχανία κατασκευών έχουν διαφορετική οπτική. Χρειάζονται απελπισμένα «φρέσκια ενέργεια» στις εταιρείες τους και ψάχνουν για εργάτες που πιστεύουν ακόμα στις καριέρες και θέλουν να κάνουν κάτι με την κινητικότητά τους προς τα πάνω – χαρακτηριστικά που μεγάλο μέρος των μεταναστών δεύτερης και τρίτης γενιάς έμαθε να εγκαταλείπει εδώ και πολύ καιρό.

Για να πληρούν τις προϋποθέσεις επαγγελματικά αλλά και για να νιώθουν για καιρό αφοσιωμένοι στις εταιρείες τους και στη μοίρα τους στην Γερμανία, όχι μόνο απαιτείται από τους πρόσφυγες να έχουν μόνιμη κατοικία και να κάνουν μαθήματα γλώσσας, αλλά και να σπάσουν τους δεσμούς τους με τη χώρα καταγωγής. Όποιος πρέπει να στείλει λεφτά πίσω στην πατρίδα του, δεν θα τη βγάζει με τους σχετικά χαμηλούς μισθούς που ισχύουν για την περίοδο της μαθητείας. Έτσι θα αναγκαστεί να πάρει τον κατώτατο μισθό κάνοντας ανειδίκευτες δουλειές σε κάποια αποθήκη. Αυτός είναι ο λόγος που το κεφάλαιο χρειάζεται ένα συνδυασμό πίεσης και υπόσχεσης για μελλοντικές προοπτικές, όταν μιλάμε για τους πρόσφυγες. Από την 1η Αυγούστου 2015, η ενσωμάτωση των προσφύγων στην αγορά εργασίας αρχίζει με δουλειά που πληρώνεται με λιγότερα από τον βασικό μισθό π.χ. μέσω κάποιας μακροχρόνιας πρακτικής ή μαθημάτων για να αποκτήσει τις βασικές ικανότητες, των οποίων το μέγιστο χρονικό όριο αυξήθηκε από τους έξι στους δώδεκα μήνες. Αυτή η περίοδος μπορεί εύκολα να επεκταθεί και οι αρχές μπορούν να υπογράφουν συμβόλαια με νέους ή με μακροχρόνια άνεργους για αυτά τα μαθήματα, πριν ή μετά την κανονική πρακτική, χρησιμοποιώντας το επιχείρημα ότι έχουν «έλλειψη ικανοτήτων απασχόλησης»[10]. Η πίεση να γίνει αποδεκτή η επέκταση αυτής της κακοπληρωμένης δουλειάς οφείλεται στο γεγονός ότι οι άνθρωποι χάνουν το δικαίωμα παραμονής αν χάσουν τη δουλειά τους – να η πραγματική «διαπλοκή του job centre με την υπηρεσία μετανάστευσης».

Οι μισθοφόροι της Frontex

Το μεταναστευτικό καθεστώς της Ε.Ε. μπορεί να λειτουργήσει μόνο αν καταφέρει να οργανώσει τις αγορές εργασίας πέρα από την επικράτειά της. Οικονομικές συμφωνίες όπως η Ευρω-Μεσογειακή Συνεργασία (EUROMED)[11] συνοδεύονται από πολιτικο-στρατιωτική συνεργασία. Οι συμφωνίες για τη στρατιωτική φύλαξη των συνόρων ή για την απέλαση των ανεπιθύμητων μεταναστών, περιέχουν σαν μπόνους και την προσφορά προσωρινής εργασίας μεταναστών (συνήθως με συμβόλαια για συγκεκριμένες δουλειές) από διαφορετικές περιοχές εκτός της Ε.Ε. όπως έχει προβλεφθεί δηλαδή στις «συνεργασίες κινητικότητας της Ε.Ε.» τόσο με κράτη της Μεσογείου, όσο και με κράτη της Ανατολικής Ευρώπης. Η Τουρκία παίζει στρατηγικό ρόλο σαν «θυρωρός» στα νοτιο-ανατολικά. Κατά τη διάρκεια της συνόδου G20 στην Αττάλεια, σφυρηλατήθηκε μία συμφωνία 3 δις.ευρώ, σύμφωνα με την οποία η κυβέρνηση Ερντογάν πρέπει να δώσει άδειες παραμονής και εργασίας σε Σύρους πρόσφυγες στην Τουρκία και ταυτόχρονα να απελάσει άλλους πρόσφυγες στις χώρες καταγωγής τους. Σαν αντάλλαγμα για την πιο προσεκτική αστυνόμευση των εξωτερικών συνόρων της Ε.Ε. από την Τουρκίας, η Ε.Ε. σκέφτεται να χαλαρώσει τις προϋποθέσεις έκδοσης βίζας για τους Τούρκους πολίτες και συνεπώς να διευρύνει τη δυνατότητα των Τούρκων να δουλέψουν μέσα στην Ε.Ε. Τέτοιες συμφωνίες βασίζονται στη συνεργασία όλων των εμπλεκόμενων κρατικών παιχτών, αλλά οι κυβερνήσεις του Πακιστάν και του Αφγανιστάν πρόσφατα αρνήθηκαν να δεχτούν πίσω τους πολίτες τους που απελάθηκαν από την Ε.Ε. Και κανένα χρηματικό ποσό δεν θα εμποδίσει την κυβέρνηση Ερντογάν να ανοίγει ή να κλείνει τα σύνορα, να προκαλεί στρατιωτικές συγκρούσεις κλπ. σαν μέρος της μάχης της για πολιτική επιβίωση.

Αντίστοιχα, η μεγαλεπήβολη τελική διακήρυξη της Ευρω-αφρικανικής συνόδου στην Μάλτα τον Νοέμβρη του 2015 δεν μπόρεσε να κρύψει το πόσο λίγο έλεγχο έχουν τα κράτη πάνω στη μετανάστευση. Ο πολιτικός υπολογισμός της Ε.Ε. να κρατούνται οι μεγάλες μάζες προσφύγων στις γειτονικές περιοχές και να τους επιτρέπεται η είσοδος προσωρινά ή να επαναπροωθούνται όταν πρέπει, θα πετύχαινε μόνο αν υπήρχε η δυνατότητα να ζήσουν και να δουλέψουν σ’ αυτές τις περιοχές. Αυτή η δυνατότητα μοιάζει να απομακρύνεται περισσότερο από ποτέ, όχι μόνο στη βόρεια Αφρική αλλά και στα Βαλκάνια, π.χ. στο Κόσοβο. Αυτός είναι και ο λόγος που η Ε.Ε. ανοίγει συχνά βαλβίδες ασφαλείας και προσωρινά ανοίγει τα σύνορά της. Στην περίπτωση κάποιων βαλκανικών κρατών, υπογράφτηκαν νέες συμφωνίες στρατολόγησης το καλοκαίρι του 2015: από το 2016 και μετά, εργάτες από τα κράτη των Δυτικών Βαλκανίων με «χαμηλή ειδίκευση» (που κατοικούν ήδη στην Γερμανία) θα μπορούν να δουλέψουν αν μπορούν να αποδείξουν ότι έχουν μια χειροπιαστή μαθητεία ή μια προσφορά για θέση εργασίας – αλλά μόνο με την προϋπόθεση ότι θα παραιτηθούν από την αίτηση ασύλου και θα επιστρέψουν στις χώρες καταγωγής για να ξαναμπούν όταν χρειαστεί.

Ευκαιρίες για γενίκευση;

Η δουλειά των εργατών (Arbeiterarbeit), δηλαδή ο γενικός τύπος χειρωνακτικής εργασίας – στη γεωργία, τις κατασκευές ή τις κατασκευαστικές βιομηχανίες – γίνεται όλο και περισσότερο από μετανάστες εργάτες. Οι μετανάστες αντέχουν αυτή τη δουλειά γιατί έχουν συνηθίσει στα χειρότερα. Το να οργανωθούν αγώνες μαζί με τους (ντόπιους) συναδέλφους είναι δύσκολο σε καταστάσεις όπου οι μετανάστες είναι συνηθισμένοι γενικά σε ένα χαμηλότερο επίπεδο – και γίνεται δυσκολότερο αν τα «στρώματα υψηλού εισοδήματος» (σπιτονοικοκύρηδες κλπ) κερδίζουν από την υπερ-εκμετάλλευση των μεταναστών. Τα τελευταία χρόνια, εμφανίστηκαν αγώνες μεταναστών κυρίως σε χώρους εργασίας όπου η μεγάλη πλειοψηφία της εργατικής δύναμης ήταν μετανάστες, π.χ. στον αγροτικό τομέα ή στον τομέα της επιμελητείας στην Ιταλία. Στην Γερμανία, όπου η πρόσβαση στην αγορά εργασίας είναι καλά ρυθμισμένη και πολλαπλάσια χωρισμένη σε τμήματα, έχουν υπάρξει πολλές συγκρούσεις, αλλά σχεδόν κανένας μεγάλος αγώνας μεταναστών.

Μέσα στο 2015, οι πρόσφυγες όχι μόνο ανάγκασαν την κυβέρνηση να αλλάξει την πορεία της και συνεπώς πολιτικοποίησαν χιλιάδες υποστηρικτές τους, αλλά με τη μαζική τους εμφάνιση έβαλαν στη δημόσια συζήτηση τα θέματα του μισθού, των εργασιακών συνθηκών, της στέγασης κλπ. Κανένα από αυτά τα ζητήματα δε θα λυθεί μόνο του, είναι όλα διεκδικούμενα και συγκρουσιακά. Το κράτος δημιουργεί τον ανταγωνισμό, π.χ. σε σχέση με τη στέγαση, τη στιγμή που χτίστηκαν νέες εργατικές κατοικίες (social housing) αλλά αρχικά μόνο για τους πρόσφυγες. Γι’ αυτό το λόγο οι αγώνες γύρω απ’ τη στέγαση και οι τρέχουσες καταλήψεις είναι τόσο σημαντικές! Αφορούν την προσιτή στέγαση για όλους.

Ένα άλλο παράδειγμα είναι τα μαζικά καταλύματα σε μακρινές περιοχές με κακή υποδομή μετακινήσεων και μέσων μαζικής μεταφοράς, λίγους παιδικούς σταθμούς και σχολεία, λίγους γιατρούς κλπ. Διάφορες πρωτοβουλίες της «κοινωνίας των πολιτών» εμφανίζονται συχνά κόντρα σ’ αυτά και παρουσιάζονται με έναν κάπως αντιφατικό τρόπο. Η πρωτοβουλία «Όχι στην πολιτική – Ναι στην υποστήριξη» στο προάστιο Neugraben του Αμβούργου, που κέρδισε την προσοχή των μήντια τους τελευταίους μήνες, είναι ένα παράδειγμα πραγματιστικής αντίθεσης στις κρατικές πολιτικές για τους πρόσφυγες. Δίνοντας έμφαση στην αντι-ρατσιστική τους θέση, διαφέρουν ξεκάθαρα από τον τρόπο που το Pegida ανοίγει το ζήτημα. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, η αριστερά θα έπρεπε που και που να ακούει προσεκτικά, πριν κατηγορήσει αυτούς τους ανθρώπους ότι είναι φασίστες.

Η ηγεμονία της πολιτικής δεξιάς σε κάποιες περιοχές βασίζεται στην κοινωνική ανασφάλεια, που δεν απορρέει απλά από το φόβο των υλικών απωλειών. Η αύξηση του καπιταλιστικού ανταγωνισμού διαλύει επίσης τα οικογενειακά δίκτυα και το προσωπικό κοινωνικό περιβάλλον. Είναι φανερό ότι ένα καθαρό «αντιφασιστικό άκρο» χρειάζεται για να πολεμήσουμε την πολιτισμική ηγεμονία της πολιτικής δεξιάς – αλλά ένας «πολιτισμικός αγώνας» δεν είναι αρκετός. Πρέπει να αναπτύξουμε κι άλλες ιδέες για το πώς θα σχετιστεί η δράση μας με τον κοινωνικό ανταγωνισμό. Η δυνατότητα για κάτι τέτοιο είναι μεγαλύτερη, εξαιτίας της άφιξης τεράστιων αριθμών προσφύγων. Μπορούμε να πάρουμε τα ερωτήματα που θέτουν οι πρόσφυγες και να τα κάνουμε πάλι δημόσια, κοινά, κοινωνικά ερωτήματα. Η ριζοσπαστική αριστερά μπορεί επίσης να στηρίξει τους αγώνες των μεταναστών, βοηθώντας να ξεπεραστούν τα όρια της κοινότητας – εκεί γίνονται χρήσιμα τα αυτό-οργανωμένα μαθήματα γλώσσας. Η αντίσταση στις απελάσεις και ο αγώνας για το δικαίωμα παραμονής είναι προϋπόθεση ώστε να αναπτυχθούν αγώνες – κι εδώ αναφερόμαστε λιγότερο σε νομικές αποφάσεις και περισσότερο στην πρακτική αντίσταση ενάντια στην καταπίεση, ενάντια στην αστυνόμευση, ενάντια στις εισβολές στην πόλη και στη δουλειά. Όπουδήποτε κι αν στηρίζουμε τους πρόσφυγες, θα ερχόμαστε αντιμέτωποι με το κράτος – ανάλογα με την κατάσταση, το κράτος θα προσφέρει την αφομοίωση ή θα επιτίθεται για να καταστείλει. Θα μπορέσουμε να σταθούμε απέναντι και στις δύο αυτές εναλλακτικές, όταν αρχίσουμε από τις συνθήκες ολόκληρης της τάξης – και όταν γίνει ξεκάθαρο ότι σίγουρα δε θέλουμε κι οι ίδιοι να αφομοιωθούμε από το κράτος.

 

 

Σημειώσεις

[1] «Το 1988 οι αριθμοί των αιτούντων άσυλο πέρασαν ξανά τις 100.000. Κατά τη διάρκεια της χρονιάς των ευρωπαϊκών επαναστάσεων το 1989, αυτός ο αριθμός ανέβηκε στις 120.000. Στην επανενωμένη Γερμανία το 1990 καταγράφηκαν περίπου 190.000 αιτούντες άσυλο, το 1991 σχεδόν 260.000 και τέλος το 1992 σχεδόν 440.000 – ήδη τότε πολλοί από αυτούς ερχόνταν από την Ανατολική και Νοτιοανατολική Ευρώπη, κυρίως πρόσφυγες από την πρώην Γιουγκοσλαβία αλλά και Ρομά από την Ρουμανία.

Από το 1987 οι αριθμοί των επαναπατρισθέντων (Ρωσο-Γερμανοί) αυξήθηκαν ραγδαία. Το 1988 έφτασαν περισσότεροι από 200.00, το 1988 σχεδόν 390.000 και το 1990 σχεδόν 400.000. Επιπρόσθετα, η από τότε νόμιμη μετανάστευση από την Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας (Ανατολική Γερμανία) προς την Δυτική Γερμανία είχε σαν αποτέλεσμα σχεδόν 390.000 να πάνε στην Δύση το 1989 και 395.000 το 1990. Η μετανάστευση από την Ανατολή στην Δύση έπεσε τα επόμενα χρόνια, στις 250.000 το 1991 και στις 200.000 το 1992, 172.000 το 1993. Ανάμεσα στο 1994 και το 1997 ο αριθμός αυτός σταθεροποιήθηκε ανάμεσα στις 160 και 170 χιλιάδες.

[2] Το άρθρο του Wildcat στο τεύχος 57 που δίνει περισσότερες πληροφορίες γι’ αυτό το περιστατικό δεν έχει μεταφραστεί. Αντίθετα μ’ αυτό το άρθρο στο τεύχος 60 που ασχολείται με το ζήτημα των ρατσιστικών επιθέσεων και του κράτους στις αρχές της δεκαετίας του ’90. http://www.wildcat-www.de/en/wildcat/60/w60e_ros.htm

[3] Τρέιλερ ενός ντοκυμαντέρ για τις επιθέσεις: https://www.youtube.com/watch?v=EBQnc7MQLt0

[4] http://www.iab.de/en/iab-aktuell.aspx

[5] Το National Socialist Underground είναι μια φασιστική τρομοκρατική ομάδα που σκότωσε αρκετούς μετανάστες τη δεκαετία του 2000 και στην οποία είχαν διεισδύσει σε μεγάλο βαθμό πράκτορες των μυστικών υπηρεσιών. https://viewpointmag.com/2014/09/11/the-deep-state-germany-immigration-and-the-national-socialist-underground/

[6] Το Pegida προκύπτει από τα αρχικά του τίτλου «Πατριώτες Ευρωπαίοι ενάντια στην Ισλαμοποίηση του Δυτικού Κόσμου» και είναι μια ακροδεξιά πλατφόρμα που αναβίωσε τις «δευτεριάτικες διαδηλώσεις» στην ανατολική Γερμανία, αυτή τη φορά ενάντια σε μουσουλμάνους και άλλους μετανάστες. Οι διαδηλώσεις του Pegida εξαπλώθηκαν από ανατολικές πόλεις όπως η Δρέσδη σε άλλες πόλεις στην Γερμανία, κινητοποιώντας εώς και 10.000 ανθρώπους.

[7] Μέσα από τα «συμβόλαια υπηρεσιών», οι εταιρείες μπορούν να αποφύγουν να προσλάβουν απευθείας τους ανθρώπους σαν μόνιμους εργαζόμενους. Τυπικά τους προσλαμβάνουν σαν «παρόχους υπηρεσιών» για μια συγκεκριμένη δουλειά. Σ’ αυτήν την περίπτωση συχνά δεν ισχύουν οι συλλογικές συμβάσεις.

[8] (ΣτΜ) Mini job είναι μια συγκεκριμένη μορφή μερικής απασχόλησης στην Γερμανία, κύριο χαρακτηριστικό της οποίας είναι πως ο μισθός δεν ξεπερνάει τα 450 ευρώ τον μήνα (σημειωτέον πως ο “επίσημος” μέσος μισθός στην Γερμανία είναι 2180ευρώ καθαρά). Η νομοθεσία για τις mini jobs, επιτρέπει στους εργοδότες να μην καταβάλλουν ασφαλιστικές εισφορές (επίσημα καταβάλλουν μόνο το 20% αλλά πολύ συχνά ούτε καν αυτό), τις οποίες οφείλει να καλύπτει το κράτος. Τα δικαιώματα που έχει μια mini jobber είναι ίδια με τις υπόλοιπες εργαζόμενες (άδειες, ασθένειες, άδεια μητρότητας κτλ) χωρίς ωστόσο να φορολογείται (το εισόδημα). Μόλις ο μισθός μιας mini jobber ξεπεράσει έστω και κατά ένα ευρώ τα 450, ο εργοδότης είναι υποχρεωμένος να καλύπτει τις ασφαλιστικές εισφορές. Για αυτό τον λόγο, η μετατροπή μιας mini job σε midi job (850 ευρώ) ή και full time είναι υπερβολικά σπάνια. Οι mini jobs είναι ένας ακόμα τρόπος μέσω του οποίου διογκώθηκε η χαμηλόμισθη εργασία στην Γερμανία και συνήθως, αλλά όχι αποκλειστικά, αφορά υπηρεσίες (καθαριότητα, catering κτλ). Ο τεράστιος αυτός χαμηλόμισθος τομέας επιτρέπει, μεταξύ άλλων, την διατήρηση ενός υψηλόμισθου και προστατευμένου τομέα, κατά κύριο λόγο στον τομέα των εξαγωγών. Σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, υπάρχουν σχεδόν 7.5 εκατομμύρια mini jobbers στην Γερμανία, η πλειοψηφία των οποίων κερδίζει κάτω από 7 ευρώ την ώρα. Το 58% των φτωχών εργαζόμενων (working poor) δουλεύει σε mini jobs.

[9] http://www.sachverstaendigenrat-wirtschaft.de/index.html

[10] Τι αποφασίστηκε στο «νόμο για την επιτάχυνση των διαδικασιών ασύλου»;

-η κατηγοριοποίηση των «κρατών των δυτικών Βαλκανίων» σαν ασφαλείς χώρες καταγωγής (πράγμα που σημαίνει ότι είναι σχεδόν αδύνατο κάποιος από εκεί να πάρει καθεστώς ασύλου)

-μόνο μη-χρηματικές παροχές στα καταφύγια προσφύγων

-επιτάχυνση των απελάσεων: στο μέλλον οι αρχές θα μπορούν να μην ανακοινώνουν την ημερομηνία απέλασης, εφ’ όσον έχει περάσει η προθεσμία για την εθελοντική αναχώρηση των προσφύγων. Η μέγιστη περίοδος αναβολής της απέλασης μειώθηκε από έξι σε τρεις μήνες. Τα ομοσπονδιακά κρατίδια δύσκολα θα μπορούν να αναβάλουν τις απελάσεις λόγω πολιτικής πίεσης.

-η απαγόρευση εργασίας των ειδικευμένων αιτούντων άσυλο και των προσφύγων με «καθεστώς ανοχής» αίρεται τρεις μήνες μετά την αναγνώριση. Για τους ανειδίκευτους πρόσφυγες, η απαγόρευση διατηρείται για 15 μήνες.

-η ομοσπονδιακή κυβέρνηση συνεισφέρει στο κόστος των καταλυμάτων των προσφύγων.

-πέφτουν οι νόμιμες κατασκευαστικές προδιαγραφές για τη στέγαση των προσφύγων (όπως οι προδιαγραφές μόνωσης και πυροπροστασίας!)

-διαπλοκή των υπουργείων εργασίας και μετανάστευσης. Η ανταλλαγή δεδομένων ανάμεσα στις διοικήσεις υποτίθεται ότι δεν θα ερευνά την «κατάχρηση των παροχών πρόνοιας» αλλά θα ελέγχει αν οι αιτούντες άσυλο ψάχνουν πράγματι για δουλειά. Το «κέντρο εργασίας» θα χρησιμοποιεί τα δεδομένα αναφορικά με το αίτημα ασύλου π.χ. τις πιθανότητες να γίνει δεκτό, ώστε να αποφασίσει αν κάποιος πρέπει να δεχτεί μαθήματα ή άλλη βοήθεια, αν πρέπει να πιεστεί παραπάνω ή να απορριφθεί.

[11] http://eeas.europa.eu/euromed/index_en.htm

Το έλλειμμα του 2009 και άλλες όμορφες ιστορίες κοινωνικής παρακμής

 

[αρχικά δημοσιεύτηκε εδώ, και συνοδεύεται ευχάριστα με αυτή την εισαγωγή]

 

Η ομιλία του Παπανδρέου στο Καστελόριζο την 23η Απρίλη του 2010 ξεκινούσε με τα εξής βαρυσήμαντα και γεμάτα δάκρυα λόγια: «Χθες, ανακοινώθηκαν τα στοιχεία για το πραγματικό μέγεθος του ελλείματος του 2009». Στην συνέχεια, μιλούσε για ακατανόητα λάθη και εγκληματικές επιλογές τις προηγούμενης κυβέρνησης, προσθέτοντας πως από την πρώτη μέρα, αυτός και τα αλάνια του «σήκωσαν τα μανίκια» και βάλθηκαν να ανατρέψουν το κλίμα. Δυστυχώς, συνέχιζε, οι αγορές δεν του έκαναν την χάρη. Και έτσι ξαφνικά, όπως μπαίνει η άνοιξη, αναγκάστηκε να ζητήσει την βοήθεια της ΕΕ (και των «νεων συμμάχων»), για την δημιουργία ενός μηχανισμού που θα γίνει ένα «απάνεμο λιμάνι», και θα επιτρέψει στην Ελλάδα-σκάφος να ξαναφτιαχτεί με «γερά και αξιόπιστα» υλικά. 

6 χρόνια μετά, έχει ενδιαφέρον να ανατρέξει κανείς σε εκείνη την δήλωση και να την ξαναδιαβάσει με φίλτρο τις εκ των υστέρων εξελίξεις. Θα δει, μεταξύ άλλων, πως τα περισσότερα από όσα ακολούθησαν περιλαμβάνονται εκεί, σε εκείνη την 5λεπτη ομιλία, με φόντο το ακριτικό Καστελόριζο και τις βαρκούλες της ελπίδας. 

Η αποδόμηση της ομιλίας δεν είναι καμιά δύσκολη υπόθεση. Οι «νέες συμμαχίες», παραδείγματος χάριν, αφορούσαν προφανώς το ΔΝΤ, εκ μέρους του οποίου, και μετά από «πρωτοφανή μαραθώνιο», κατάφερε να πείσει την ΕΕ να δημιουργηθεί ένας «πρωτόγνορος, για την ιστορία και τα δεδομένα της ΕΕ» μηχανισμός στήριξης. Στόχος αυτού του μηχανισμού, πέρα από την μάχη ενάντια στους καταραμένους και απαίσιους κερδοσκόπους που δεν παίρνουν από λόγια, ήταν να ξαναχτιστεί η Ελλάδα με νέα υλικά. Τέλος, μας ενημέρωνε πως από την πρώτη στιγμή, αυτός και η παρέα του «σήκωσαν τα μανίκια» και ρίχτηκαν στην δουλειά. Ποια δουλειά ακριβώς έκαναν; Μας το φανέρωσε ήδη στην αρχή: ασχολήθηκαν με το έλλειμμα.

Greek Statistics (αλλά όχι όπως σας τα παρουσίασαν)

Αν ανατρέξει κανείς στην ειδησεογραφία της εποχής πριν από την πρόσκληση της Τροϊκας, ένα γεγονός που δεσπόζει ψηλά-ψηλά στις περιγραφές που είχαν βαλθεί να πείσουν πως το Ελληνικό κράτος ξοδεύει σαν μεθυσμένος ναύτης είναι η αναπάντεχη και απροσδόκητη ανακάλυψη πως το έλλειμμα είχε φτάσει στο 13.6%! Σε ένα κλίμα ανησυχίας με κρατημένη την ανάσα όσον αφορά στις συνέπειες της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, και σε ένα περιβάλλον για το οποίο από την Συνθήκη του Μάαστριχτ και μετά κάθε έλλειμμα πάνω από 3% ήταν μια ανοιχτή πρόσκληση στον βελζεβούλ, το 13.6% έκανε πολλούς να τσιρίξουν. Ακόμα και όσοι/ες δεν ήταν συντονισμένοι με τις επιταγές της Ευρωζώνης, το νούμερο φάνταζε απειρο-τεράστιο. Αν μη τι άλλο, όσοι το ανέφεραν, φρόντιζαν να το συνοδεύουν και με τους κατάλληλους μορφασμούς. Και για όσους επέμεναν να μην καταλαβαίνουν, φρόντισε ο Παπανδρέου, τοποθετώντας το στην πρώτη θέση της ομιλίας του Καστελόριζου. 

Έκτοτε έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι, και σήμερα το θέμα του ελλείμματος δεν συζητιέται, παρά μόνο αναδρομικά. Λογικό βέβαια, καθώς το έλλειμμα έχει πέσει από το ηρωικό 15.4% του 2009 (με βάση την τελική αναφορά της ΕΛΣΤΑΤ τον Νοέμβριο του 2010, που σήμαινε 36.306δις έλλειμμα σε 235.017δις ΑΕΠ) σε ένα ταπεινό και κακομοίρικο 2.6% (460 εκατομμύρια σε ΑΕΠ 173.737) και δεν μπορεί να εξιτάρει όπως παλιά. Η ερώτηση όμως κάπως παραμένει: πώς κατάφερε το έλλειμμα να σκαρφαλώσει σε αυτή την γαμάτη θέση, εκεί που μόλις ένα χρόνο πριν βρισκόταν στο (υψηλό για ΕΕ αλλά σίγουρα πιο αξιοπρεπές σαν παρουσία και αντίστοιχο με των περισσοτέρων κρατών-μελών της Ευρωζώνης την εποχή εκείνη) 7.7%;

Ο συνδυασμός καταιγιστικών γεγονότων και τεράστιων αλλαγών στην ελληνική κοινωνία σήμαινε πως το θέμα του ελλείμματος θεωρήθηκε δεδομένο, κρίθηκε ως ικανή έκφραση της χρεοκοπίας της ελληνικής οικονομίας και ξεχάστηκε σχεδόν αμέσως. Δεν είχε κανείς, έτσι κι αλλοιώς, κάποιο λόγο να αμφισβητήσει τα στοιχεία του Υπουργείου Οικονομικών, της Τράπεζας της Ελλάδος, της ΕΛΣΤΑΤ και, εν τέλει, της Eurostat. Ειδικά όταν η τελευταία είχε ξεφτιλίσει τους Έλληνες αξιωματούχους και είχε στείλει ειδικά κλιμάκια για να σιγουρευτεί πως αυτή την φορά δεν θα τους πιάσουν κώτσους οι κωλοέλληνες. 

Done deal, με λίγα λόγια.

Αμ δε.

Intro στο θρίλερ

Η όλη ιστορία ξεκινάει ενάμιση περίπου χρόνο μετά το Καστελόριζο, τον Σεπτέμβριο του 2011, και αφορμή έχει την ξαφνική αναγγελία του Ευάγγελου Βενιζέλου πως παύει 6 από τα 7 μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΛΣΤΑΤ, αφήνοντας μόνο τον πρόεδρο της, Ανδρέα Γεωργίου, ανέπαφο. Λίγες ώρες μετά, μια εξ’αυτών, η Ζωή Γεωργαντά (Καθηγήτρια Οικονομετρίας στο Πανεπιστήμιο της Μακεδονίας και μέλος του ΔΣ της ΕΛΣΤΑΤ) δίνει μια συνέντευξη στον Real FM και άλλη μια στην Ελευθεροτυπία με την οποία ξεκινάει το πανηγύρι: «το έλλειμμα του 2009 είχε διογκωθεί τεχνηέντως» δηλώνει και αυτό με την αυθαίρετη πρόσθεση αρκετών ΔΕΚΟ (και συνεπώς και των χρεών τους) στην Γενική Κυβέρνηση. Χωρίς να αναφέρει και πολλά στοιχεία, η Γεωργαντά αφήνει να εννοηθεί πως ο πρόεδρος Α. Γεωργίου είναι σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνος. Αν όχι για το φουσκωμένο έλλειμμα, τουλάχιστον για την αυταρχική του διοίκηση κατά την οποία έκανε συστηματικό αποκλεισμό των υπολοίπων μελών, παρέκαμπτε διαρκώς τον κανονισμό λειτουργίας και υποβάθμιζε την επιστημονική μεθοδολογία της Αρχής. 

Η όλη φάση είχε δημιουργήσει τότε έναν ψιλο-χαμό, και οδήγησε τελικά σε μια εισαγγελική έρευνα κατά του Γεωργίου. Βέβαια, αυτή η έρευνα μπήκε γρήγορα στο συρτάρι από τον εισαγγελέα, και ο Γεωργίου παρέμεινε επικεφαλής της ΕΛΣΤΑΤ μέχρι τον Ιούλιο του 2015 που τελείωνε και η θητεία του. Την μη-ανανέωση της θητείας του την υπέγραψε ο Βαρουφάκης, αλλά αφού είχε ήδη δηλώσει ο Γεωργίου πως δεν τον ενδιαφέρει να συνεχίσει. Πιο πρόσφατα όμως διάβασα πως τον τρέχουν πάλι στα δικαστήρια. Τέλος πάντων. Πάμε παρακάτω.

Η αρχική φάση περί του φουσκωμένου ελλείμματος ήταν, όπως έλεγε η Γεωργαντά την εποχή εκείνη, πως ο Γεωργίου έσκασε μύτη με ένα (τέλικό) νούμερο 15.4% έλλειμμα γιατί είχε (κατά παραγγελία του Υπουργείου Οικονομικών) προστεθεί το χρέος 17 ΔΕΚΟ στην Γενική Κυβέρνηση. Ως συνέπεια αυτού, ανέβηκε και το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ από 115% στο στο 127%. Και όλη αυτή η φάση έγινε, σύμφωνα με τα όσα έλεγε η Γεωργαντά τότε, σε συνεργασία με την Eurostat.

Πίσω στο 2009

Η ιστορία ξεκινάει ήδη από το 2009 (πριν καν ο Γεωργίου μπει επικεφαλής της ΕΛΣΤΑΤ) και ένας καλός τρόπος να το τσεκάρει κανείς είναι διαβάζοντας τις ανακοινώσεις της Eurostat, και συγκεκριμένα το περιβόητο Report on Greek Government Deficit and Debt Statistics, ημερομηνίας 8 Ιανουαρίου του 2010. Η συγκεκριμένη αναφορά ήταν η πρώτη επίσημη αναφορά της Eurostat σχετικά με το θέμα των greek statistics, δηλαδή ένα μεγαλοπρεπές χώσιμο στις Ελληνικές Αρχές για ανικανότητα και ηλιθιότητα. Συνάμα, και μια υπόγεια επιβεβαίωση πως χωρίς τους ξένοι οι Έλληνες δεν μπορούν ούτε τα κορδόνια τους να δέσουν. Παρόλο που η συγκεκριμένη αναφορά έγινε ευαγγέλιο σε όσους ήθελαν να “αποδείξουν” πως το ελληνικό κράτος έχει ανάγκη μια σκληρή δόση πειθαρχείας και συμμαζέματος, έχω την άισθηση πως δεν έχει κάτσει και πολύς κόσμος να το διαβάσει ολόκληρο. Και έχει ένα σχετικό ενδιαφέρον, αν μη τι άλλο για κάτι διαβόλους που κρύβονται στις λεπτομέρειες.

Σε ένα πολύ αρχικό επίπεδο, έχει ένα ενδιαφέρον η νομική δομή που διέπει την συλλογή και δημοσίευση των Στατιστικών Στοιχείων. Παρατηρεί λοιπόν η Eurostat πως το νομικό πλαίσιο της ΕΕ λέει πως (με bold τα ενδιαφέροντα):

“[Τ]he institutions in Greece responsible in the reporting for each table in the EDP (Excessive Deficit Procedure) notification, are those reported by the Greek authorities in the April 2009 EDP notification: the National Statistical Service of Greece (NSSG), the Ministry of Finance (MOF, through the General Accounting Office, GAO), the Single Payment Authority (which is also part of the Ministry of Finance) and the Bank of Greece (BOG). Specifically, the NSSG is responsible, together with the MOF, for the deficit reporting, while the MOF is fully responsible for the debt figures.” (Report, p. 10)

Γράφει όμως παρακάτω πως “[However] the overall governance structure and institutional framework has nevertheless remained unclear. The government has nominated only the NSSG and the BOG as Statistical Authorities working under the umbrella of the European Statistical Law, but not the MOF (i.e. General Accounting Office) or the SPA (Single payment Authority), which are however major actors in the compilation of EDP data.” (Report, p. 10)

Λίγο μπάχαλο η φάση, αλλά πα’στο διαόλο. Πάμε παρακάτω.

Η αναφορά συνεχίζει βάζοντας ένα ιστορικό πλαίσιο. Και εξηγεί πως (το 2010) δεν είναι η πρώτη φορά που εμφανίζονται προβλήματα στις Στατιστικές της Ελλάδας. Και μας κάνει την χάρη και μπαίνει σε λεπτομέρειες.

Η πρώτη περίπτωση είναι του σωτήριου Ολυμπιακού Έτους 2004, και αφορά στο γεγονός πως η νέα κυβέρνηση (λέγε με Καραμανλή), σε συνεργασία και μετά την προτροπή της Eurostat, αναθεώρησε τα κατατεθέντα στοιχεία για τα έτη 2000-2003, εμφανίζοντας μεγαλύτερο έλλειμμα.

“These significant upward revisions were the result of earlier actions undertaken by Eurostat as well as of the initiative of the Greek government in spring 2004 to launch a thorough fiscal audit.”(Report, p. 12)

Σχετικά με αυτές τις αναθεωρήσεις, η Eurostat δηλώνει πως η ακόμα πιο προηγούμενη κυβέρνηση (λέγε με Σημίτη) είχε καταθέσει λάθος στοιχεία, επειδή δεν είχε ακολουθήσει τις οδηγίες της Eurostat, και συγκεκριμένα τον κανόνα Ε95 της Κομισιόν (το αναφέρω γιατί έχει σημασία για αργότερα). Αυτό οδήγησε την Eurostat να καταγγειλει την Ελλάδα για λανθασμένη κατάθεση στοιχείων, και να στείλει ένα team για να κάνει επιτόπια έρευνα. Η έρευνα αυτή ολοκληρώθηκε το 2007.

Πριν καλά-καλά κλείσει όμως αυτή η έρευνα, το 2006, η Eurostat εκφράζει πάλι ανησυχία για τα στοιχεία που τους δίνει η Ελληνική κυβέρνηση. Αυτή η φάση, που συνοδεύεται από άλλες δύο βίζιτες, οδηγεί σε μια αναθεώρηση των τρόπων κατά των οποίων συλλέγει και καταγράφει η κυβέρνηση στοιχεία που αφορούν:

“data on the balances of social security funds, local government and extra-budgetary funds, as well as the recording of the transactions with the EU budget according to the existing rules.” (Report, p. 14)

Τον Απρίλιο του 2007 κλείνει και η δεύτερη έρευνα της Eurostat δηλώνοντας πως (πάλι, τα bold έχουν μια σημασία):

“[a]lthough a number of actions which should have been already implemented are still in progress or in an incipient phase (in particular in the area of improving timeliness and coverage of the survey of social security funds and hospitals, verifying internal consistency of each questionnaire and requiring the correction and resending of systematically unbalanced questionnaires) the majority of the actions to be undertaken by the Greek authorities in the context of the action plan have been implemented.” (Report, p. 15)

Παρόλα αυτά, προσθέτει στο τέλος, ακόμα και αν η Κυβέρνηση συμμορφωθεί πλήρως σε όλες τις υποδείξεις της Eurostat:

“[this] would not have prevented the deliberate misreporting of figures by the Greek authorities in 2009.” (Report, p. 15)

Από τον Απρίλιο του 2008 ξεκινάει άλλη μια σειρά από φιλικές επισκέψεις, γιατί η Eurostat  επιμένει πως οι Ελληνικές Αρχές κάνουν του κεφαλιού τους. Τον Ιούνιο, και αργότερα δύο φορές τον Σεπτέμβριο, κλιμάκια της Eurostat κατεβαίνουν για καφέ στο Άθενς και καταλήγουν σε μια αύξηση του ελλείμματος του 2007 (από 2.8% σε 3.5%).

Τον Απρίλιο του 2009, η Eurostat αποδέχεται τα στοιχεία που στέλνει η Ελληνική Κυβέρνηση και καταγράφει το έλλειμμα στο 5%. Πριν τα δημοσιεύσει, ζητάει κάποιες διευκρινίσεις από την Κυβέρνηση, ειδικά σε σχέση με τα χρέη προς κάποιους προμηθευτές νοσοκομείων. Η Κυβέρνηση απάντα πως “όλα κομπλέ μάγκες, το έχουμε το θέμα”, και η Eurostat ικανοποιημένη δημοσιεύει τα κατατεθέντα στοιχεία. [Η έκθεση του 2010 παρόλα αυτά συμπληρώνει πως “[with] hindsight, this decision does not appear to have been appropriate;” (Report, p. 17)]

Και εκεί που είναι όλα μέλι γάλα, στις 2 Οκτώβρη του 2009 η Κυβέρνηση στέλνει νέα στοιχεία που είναι τελείως διαφορετικά από εκείνα του Απρίλη. Πόσο διαφορετικά; Κανείς δεν είναι σίγουρος ακριβώς καθώς οι εκθέσεις που κατατέθηκαν στην Eurostat δεν συμπεριέλαβαν τα στοιχεία της 2 Οκτώβρη αλλά τα κατοπινά της 21ης Οκτώβρη (δηλαδή της νέας κυβέρνησης). Γι’ αυτό και το κείμενο σήμερα μας δείχνει:

ελλειμμα 

 

Τα επίσημα λένε 12,4% αλλά το νούμερο που έστειλαν στις 2 οκτώβρη θα πρέπει να ήταν πιο κοντά στο 7-8% , δηλαδή από ένα σούπερ γαμάτο 3.6% μέσα σε 6 μήνες τσίμπησε άλλο τόσο και κάτι ακόμα κερασάκι. Γιατί το υποθέτουμε αυτό? Από τη μία ο προβόπουλος την ίδια εποχή προειδοποιεί για έλλειμμα που μπορεί να φτάσει και το 8%. Από την άλλη η Γεωργαντά αφήνει να εννοηθεί κάτι αρκετά παρεμφερές (βλ παρακάτω). Με λίγα λόγια κατά πάσα πιθανότητα το ραπόρτο της 2 Οκτώβρη έχει έναν νούμερο εκεί κοντά.

Η Eurostat τα παίρνει –όπως δηλώνει- στο κρανίο και απαιτεί εξηγήσεις από την Κυβέρνηση. Οι Ελληνικές Αρχές απαντάνε κάτι άσχετα και καταλήγουν ζητώντας μια παράταση μέχρι το τέλος του χρόνου για να συλλέξουν τα σωστά στοιχεία. Στο background αυτής της φάσης κάτι σημαντικό: 2 μέρες μετά την κατάθεση των στοιχείων, διεξάγονται οι βουλευτικές εκλογές της 4ης Οκτώβρη του 2009, στις οποίες νικητής βγαίνει ο Παπανδρέου.

Και ενώ η Eurostat έχει μείνει με την ιδέα πως δεν θα παραλάβουν στοιχεία φέτος από την Ελλάδα, η νέα κυβέρνηση Παπανδρέου, με τον Παπακωνσταντίνου Υπουργό Οικονομικών και με νέο Πρόεδρο της ΕΛΣΤΑΤ τον Ανδρέα Γεωργίου, άνθρωπος που κατείχε ταυτόχρονα την θέση του Deputy Chief of Statistics στο ΔΝΤ (ο γεωργίου του ΔΝΤ αναλαμβάνει την στατιστική υπηρεσία το καλοκαίρι του 2010, τα στοιχεία τα κατέθεσε ο προηγούμενος αναθεωρώντας τον εαυτό του 20 μέρες πιο πριν),  καταθέτει τα νέα στοιχεία με 9 μέρες καθυστέρησης (“an abnormally long period” όπως παρατηρεί η Eurostat), δηλάδή στις 21 Οκτωβρίου.

Κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου, η Eurostat έχει ανταλλάξει διάφορα τηλέφωνα με τον προηγούμενο επικεφαλής της ΕΛΣΤΑΤ, στα οποία ο απερχόμενος πρόεδρος προσπαθεί να δικαιολογήσει την καθυστέρηση. Στο τέλος δεν αντέχει, από ότι φαίνεται, και τα ξεφουρνίζει όλα υποστηρίζοντας πως ενώ αρχικά είχε λάβει στοιχεία από τον Υπουργό Οικονομικών πως έδειχναν το έλλειμμα του 2008 στο 6.7% του ΑΕΠ “… [he was] subsequently instructed not to send the new EDP notification to Eurostat until after a meeting of the GAO with the Minister; and finally to have received instructions, on 21 October, to send a new EDP notification to Eurostat to replace the one sent on 2 October, whatever the objections the NSSG could have about the new figures.” Report, p. 18, υποσημείωση 18)

Με λίγα λόγια, ο τότε επικεφαλής της ΕΛΣΤΑΤ δηλώνει ευθαρσώς πως δεν μπορούσε να στείλει στοιχεία γιατί δεν του το επέτρεπε το Υπουργείο Οικονομικών. Και πως στο τέλος, τα στοιχεία που έστειλε τελικά μετά από υπόδειξη του Υπουργείου Οικονομικών δεν είχε δικαίωμα η ΕΛΣΤΑΤ να τα αμφισβητήσει. Κοινώς κάτι βρωμάει στην φάση.

Αυτή την βρώμα την πιάνει και η Eurostat, η οποία δηλώνει πως και στην επικοινωνία της με το Υπουργείο Οικονομικών κάτι δεν πήγαινε καλά:

“Although on 10 October 2009 the GAO informed Eurostat that it would not be possible to conclude the task of investigating and identifying each account before the end of the year, by 16 October 2009 the task had been already completed, apparently due to the fact that the new political authorities had instructed the GAO to complete the examination of the Treasury Accounts as soon as possible.”

Και συμπληρώνει πως “…it is surprising that in spite of the information provided previously by the GAO in October about the impossibility to conclude the work before the end of the year, it was seemingly possible to undertake it in only a few days after the change of government.” (Report, p. 21)

Στην συνέχεια όμως, και κάνοντας μια αναλυτική αναφορά για το ποια ήταν τα προβλήματα (π.χ. revenues from extra-budgetary accounts, swaps write-offs, adjustments for interest payments και debt assumptions and guarantees), η Eurostat αναφέρει πως τα λάθη αφορούν “a case of deliberate misreporting of figures by the GAO“. Πρόσεχε όμως: τα λάθη που περιέχοντας στις αναφορές του Απριλίου και της 2ης Οκτωβρίου. Όχι στην αναφορά της 21ης Οκτωβρίου, για την οποία η Eurostat έχει μόλις πει πως “αδυνατεί να καταλάβει πως κατάφεραν και έβγαλαν τα νούμερα”. Ο επικεφαλής της ΕΛΣΤΑΤ χρεώνεται μόνο ένα “deliberate misreporting” για την αναφορά στις 2 Οκτωβρίου, που αφορά τις επιχορηγήσεις της ΕΕ (για τις οποίες παραπάνω μας έχει ενημερώσει το καταστατικό της Eurostat πως υπέυθυνη είναι η Single Payment Authority και όχι η ΕΛΣΤΑΤ ή το Υπουργείο Οικονομικών).

Τέλος, μια ενδιαφέρουσα παράμετρος έχει να κάνει με τις χρεώσεις που αφορούν τις προμήθειες νοσοκομείων, ένας τομέας τον οποίο χρησιμοποιούν κατά κόρον στην Ευρώπη (αλλά και αλλού φαντάζομαι) για να φουσκώνουν ή να ξεφουσκώνουν προυπολογισμούς, και συνεπώς χρέη και ελλείμματα.

Σχετικά με αυτόν τον τομέα, η αναφορά της Eurostat αναφέρει κατά λέξη:

“In the 21 October 2009 notification, an amount of € 2.5 bn was added to the government deficit of 2008 on top of the € 2.3 bn. This was done according to the Greek authorities under a direct instruction from the Ministry of Finance, in spite of the fact that the real total amount of hospital liabilities is still unknown, that there was no justification to impute this amount only in 2008 and not in previous years as well, and that the NSSG had voiced its dissent on the issue to the GAO and to the MOF. This is to be considered as a wrong methodological decision taken by the GAO.” (Report, p. 27)

Κλείνοντας την αναφορά, η Eurostat φροντίζει να καλύψει τον κώλο της, λέγοντας πως στην τελική ό,τι προβλήματα εμφανίζονται είναι ευθύνη της Ελληνικής Κυβέρνησης, καθώς η Κομισιόν δεν έχει αρμοδιότητες λογιστικού ελέγχου των στοιχείων (κλαψ, λυγμ) και βασίζεται στα στοιχεία που καταθέτουν οι Ελληνικές Αρχές.

Πίσω στο 2010

Τον Νοέμβριο του 2010, ο νεο-διορισθέντας επικεφαλής της ΕΛΣΤΑΤ Γεωργίου, ανακοινώνει τα νέα στοιχεία του ελλείμματος (και τους χρέους) της Ελλάδας. Και λέει πως τελικά το έλλειμμα του 2009 είναι αυξημένο κατά 7.75% του ΑΕΠ σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά, που σημαίνει πως φτάνει στο 15.4%.

Πως βγήκε αυτή η αύξηση κατά 7.75%?

Ο τρόπος, όπως υποστήριξε και η Γεωργαντά αργότερα, ήταν να προστεθούν (για πρώτη φορά) 17 ΔΕΚΟ (και τα χρέη τους) στο έλλειμα (κάτι που άλλαξε τα νούμερα για το έλλειμα αναδρομικά από το 2005.) Τις ΔΕΚΟ αυτές ο Γεωργίου τις βρήκε σε ένα υπόμνημα του τότε Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών Σαχινίδη (που έβαζε το ποσό του χρέους τους στα 17,753 δις ευρώ). Κάνοντας κάτι δικές του προσθέσεις ο Γεωργίου, βγάζει ένα τελικό ποσό στα 18,214 δις. Με δεδομένο πως το ΑΕΠ το 2009 ήταν καταγεγραμένο στα 235,017, η πράξη είναι:

100 x 18,214/235.017= 7.75%

Από -18303 (δις ευρώ/7.6%) λοιπόν που είχαν το έλλειμμα το 2008 (EDP έκθεση Απριλίου του 2010), στην έκθεση του Οκτωβρίου του 2010 εμφανίζεται το έλλειμμα του 2009 στο -36150 (δις ευρώ/15.2%). Διαφορά: 17.847 δις ευρώ. (Δηλαδή πιο κοντά στο 7.59% αλλά δεν θα τα σπάσουμε τώρα για μερικά δεκαδικά.)

Χωρίς αυτή την αύξηση των 18δις (χωρίς να συνυπολογίσει κανείς δηλαδή το χρέος των συγκεκριμένο ΔΕΚΟ) το έλλειμμα της Ελλάδας ήταν πιο κοντά στο 7.81% του ΑΕΠ. (Σε άλλο κείμενο της, τον Σεπτέμβριο του 2012, η Γεωργαντά υποστηρίζει πως στην πραγματικότητα το έλλειμμα της Ελλάδας το 2009 ήταν 3.9% του ΑΕΠ, δηλαδή το μικρότερο της Ευρωζώνης! Φαντάζομαι πως υιοθετεί ως πιο σωστά τα νούμερα που κατέθεσε η ΕΛΣΤΑΤ τον Απρίλιο του 2009, που έδιναν όντως το έλλειμμα στο 3.6% (9,3 δις), νούμερο που δεν δέχεται ούτε ο απερχόμενος ΥΠΟΙΚ παπαθανασίου.

Αξίζει να σημειωθεί πως σε όλη την ευρώπη οι διάφορες κρατικές ΑΕ χρησιμοποιούνται για να κρύβουν ελλείμματα. Πχ τα γερμανικά νοσοκομεία είναι ελλειμματικές ΑΕ. Όσο το χρέος βαρύνει το νοσοκομείο, δεν είναι παρά μία χρεωμένη ΑΕ. Η ανάληψη αυτών των βαρών από το κράτος (όπως έκανε ο σαχινίδης), είναι εντελώς αντίθετη από τους λόγους που δημιουργήθηκε εξαρχής η ιδέα πως τα δημόσια νοσοκομεία είναι ΑΕ. Οπότε παρότι ως ουδέτεροι παρατηρητές θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι τα ελλείμματα των δημοσίων νοσοκομείων (και άλλων δημοσίων ΑΕ) θα έπρεπε να μπαίνουν στο έλλειμμα του κράτους, αυτό δεν συμβαίνει και δεν αφορά κάποια ελληνική ιδιαιτερότητα, αλλά μια πανευρωπαϊκή πρακτική.

Το ότι ο σαχινίδης ξυπνάει καμιά δεκαριά μέρες μετά την ανάληψη των καθηκόντων του και στέλνει το ραβασάκι στο γεωργίου όπου αναλαμβάνει τα χρέη όλων αυτών των ΔΕΚΟ, δεν δείχνει ειλικρίνεια, αλλά ό,τιδηποτε άλλο πέρα από αυτό.

Καταλήγοντας:

Η υπόθεση του ελλείμματος μοιάζει να είναι το ένα κομμάτι του παζλ το οποίο, μαζί με το αδιανόητο «παραθυράκι» που άνοιξε η Τράπεζα της Ελλάδος και που επέτρεψε το naked short selling κρατικών ομολόγων για 4 μήνες, έφτασαν την οικονομική κατάσταση (τεχνηέντως ή πραγματικά) στο κακό χάλι που δικαιολόγησε την Τροϊκα, το μνημόνιο και το κάθε κακό συναπάντημα. Προφανώς και δεν έχει ιδιαίτερο νόημα να ισχυριστεί κανείς πως τα πραγματικά οικονομικά της χώρας ήταν μια χαρά και πως αν δεν είχαν κάνει τις παγαποντιές τους οι αλήτες (μαζί με τους ξένοι) θα είμασταν μια χαρά. (Ας αφήσουμε τέτοιες φαντασιώσεις για τους εθνο-χαρούμενους). Αλλά ταυτόχρονα θα ήταν εντελώς άκυρο να αγνοήσει κανείς τα δύο αυτά σημαντικά σκηνικά.

Αυτό που έχει ενδιαφέρον και στις δυο περιπτώσεις είναι πως ενώ είναι σαφές πως συνέβη, και το έχουν παραδεχτεί και δημόσια (κατά λάθος συνήθως), δεν υπάρχει ουσιαστικός τρόπος να “αποδειχτεί”. Στην περίπτωση του naked short selling η Τράπεζα της Ελλάδος «καθαρίζει» υποδεικνύοντας πως οι αγοραπωλησίες ομολόγων δεν αυξο-μειώθηκαν, άρα δεν έπαιξε καμία σπέκουλα. (Προφανώς και δεν υπήρξαν αυξομειώσεις στις αγοραπωλησίες από την στιγμή που απλά υπήρξε μαζική προσφορά ομολόγων, χωρίς να αγοράζει κανείς, εφόσον η προσφορά αυτή έριξε κατακόρυφα τις τιμές. Αλλά αυτά είναι λεπτομέρειες.)

Στην περίπτωση του ελλείμματος η κάλυψη είναι ακόμα πιο σοφιστικέ. Σε ένα πρώτο επίπεδο, η ιστορία ήταν πλήρως καλυμένη από την Eurostat, η οποία όπως είδαμε αν εντόπισε κάποιο λάθος στην όλη ιστορία ήταν απλά το γεγονός πως όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις μετρούσαν με λανθασμένο τρόπο το έλλειμμα και πως ο Γεωργίου για πρώτη φορά έβαλε τα πράματα στην θέση τους. (Σε αυτό προσθέτουν και την μόνιμη γκρίνια πως θα έπρεπε η Κομισιόν να έχει άμεση πρόσβαση στα στοιχεία). Ο Γεωργίου συνεπώς, όντας καλυμμένος πλήρως από την Eurostat, ήταν (και εξακολουθεί να είναι) στα αρχίδια του η φάση. Βάλε κάτω και το γεγονός πως η ISI (Διεθνής Στατιστική Υπηρεσία) βγήκε και κάλυψε την Eurostat, και καταλαβαίνουμε πως από όπου και αν το πιάσεις, γλιστράει το ψάρι. (Μάγκα μου οι ΝΥΤ έκαναν ένα ρεπορτάζ για το συγκεκριμένο σκηνικό το 2012 και πήραν και συνέντευξη από τον επικεφαλής της Eurostat, Radermacher ο οποίος δήλωσε: ““The truth is not my business,” he said. “I am a statistician. I don’t like words like ‘correct’ and ‘truth.’ Statistics is about measuring against convention.” Θεούλης; Αργότερα, υπέγραφε επιστολές διαμαρτυρίας ενάντια στην εισαγγελική έρευνα για τον Γεωργίου, σε ένα στυλ «ένας έλληνας βρέθηκε να κάνει σωστή δουλειά και εσείς τον τρέχετε αχάριστοι».)

Σε δεύτερο πλάνο, το μόνο που είχαν να κάνουν ο Παπακωνσταντίνου και ο Παπανδρέου ήταν να βγάλουν την Γεωργαντά εκτός μάχης, πράγμα καθόλου δύσκολο εφόσον φάνηκε πως η Γεωργαντά ήταν ανίκανη να καταλάβει τις πολιτικές προεκτάσεις του γεγονότος: αρχικά παρέμεινε εντοιχισμένη στην πασοκική της ιδεολογία και τις φιλικές σχέσεις με την οικογένεια Παπανδρέου, κάτι που σήμαινε πως αρνιόταν να αποδεχτεί πως το πασόκ θα έκανε ποτέ τέτοιο πράγμα. Και ύστερα μετέφρασε (με την βοήθεια του Καμένου απο ότι φαίνεται) το όλο σκηνικό ως απόδειξη της «γερμανικής κατοχής»(;) της Ελλάδας. (Στο τέλος οι προσπάθειες της ανταμοίφθηκαν: κατέβηκε Ευρωβουλευτής με τους ΑΝΕΛ το 2014 και, παρόλο που δεν εξελέγη, τοποθετήθηκε από τον Καμένο προσωπικά υπεύθυνη επί των προυπολογισμών του Υπουργείου Αμύνης.)

Το υπόλοιπο ΔΣ (δηλαδή ένας τύπος ονόματι Λογοθέτης) έχει ήδη βγει στην σέντρα γιατί τον κατηγόρησε ο Γεωργίου πως έκανε υποκλοπές στα email του. (Τι υπέκλεψε; Τον Οκτώβριο του 2010 ο Γεωργίου έστειλε ένα προσωπικό μεηλ στον Τομσεν (τότε επικεφαλής του ΔΝΤ), λέγοντας του πως κάτι πρέπει να γίνει για να αλλάξει η φάση στην ΕΛΣΤΑΤ για να είναι χαλαρός και να μην δίνει λογαριασμό σε κανέναν. Το email βγήκε στην φόρα, ο Γεωργίου επέμενε πως ήταν προϊόν υποκλοπής και δεν πρέπει να ληφθεί υπόψην, αλλά -έτσι για να είμαστε σίγουροι- ο Βενιζέλος κατήργησε το ΔΣ της ΕΛΣΤΑΤ λίγο μετά και τους έστειλε σπίτια τους. Χα.)

Αυτά. Τσους.